Σοβαρότατες καταγγελίες κάνει το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Επιχειρήσεων, ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, το οποίο εδρεύει, στις Βρυξέλλες και το οποίο έχει, ως σκοπό να αποκαλύπτει τις προνομιακές σχέσεις και να αναλαμβάνει δράση, για τον περιορισμό τους. Η επιρροή των οικονομικών συμφερόντων, στους λαμβάνοντες τις αποφάσεις, σε επίπεδο Ε.Ε., προκαλούν και εμβαθύνουν τις κοινωνικές ανισότητες και επιταχύνουν την καταστροφή του περιβάλλοντος. Σύμφωνα, λοιπόν, με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Επιχειρήσεων, η Ε.Ε. «έβαλε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα».
Η Γκόλντμαν Σακς έχει κερδίσει, πλέον, τον τίτλο του υπ’ αριθμόν 1 εχθρού του δημόσιου συμφέροντος, στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Στις 16 Απριλίου 2010, οι αρχές των Η.Π.Α. κατηγόρησαν τη διάσημη επιχείρηση, για αναμφισβήτητη απάτη, ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε βάρος αμερικανών ιδιοκτητών σπιτιών, στην οποία ενέπλεξε και ευρωπαϊκά χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Τέτοιου είδους ενέργειες, από τις αρχές των Η.Π.Α. είναι, πραγματικά, σπάνιες. Όμως, η Γκολντμαν Σακς έχει προκαλέσει την κοινή γνώμη, επανειλημμένα, την προηγούμενη δεκαετία. Το 2007, τη χρονιά, που ξέσπασε η κρίση, η Γκόλντμαν Σακς παρουσίασε κέρδη – ρεκόρ, 11,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Την επόμενη χρονιά, η οποία θεωρείται καταστροφική, για τον τραπεζικό τομέα, η Γκόλντμαν Σακς κατέγραψε κέρδη 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 2009, η επιχείρηση βρισκόταν πολύ κοντά, σε κέρδη 11,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ενώ, λοιπόν, άλλες μεγάλες χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, που ενεπλάκησαν, στην κρίση, έχουν, ήδη, είτε εθνικοποιηθεί, είτε υποστεί μεγάλες ζημιές, η Γκόλντμαν Σακς «ζει και βασιλεύει». Τα επιδέξια στελέχη της κατάφεραν να δρέψουν οφέλη, από μεγάλες κρίσεις, οι οποίες προκάλεσαν τεράστιες ζημιές, σε εκατομμύρια ανθρώπους. Τι συνέβη, λοιπόν:
Αρχές του 2007, στελέχη της Γκόλντμαν Σακς άρχισαν να σχολιάζουν, αρνητικά, εντός της εταιρίας, την αγορά ακινήτων και τα δομημένα ομόλογα, τα οποία «εξασφαλίζονταν», με υποθήκες, αλλά περιείχαν, κυρίως, δάνεια υψηλού ρίσκου. Το Φεβρουάριο του 2007, ο Αντιπρόεδρος της Γκόλντμαν Σακς, συναντήθηκε με την ασφαλιστική εταιρία ACA, η οποία ενδιαφερόταν να επενδύσει, στην αγορά ακινήτων και με τον κ. Πόλσοκ, Διευθυντή της εταιρίας hedge funds (κερδοσκοπικού αμοιβαίου κεφαλαίου), ο οποίος ήθελε να στοιχηματίσει, εναντίον των ίδιων δομημένων ομολόγων. Μια εβδομάδα, αργότερα, συνεργάτης του Αντιπροέδρου της Γκόλντμαν Σακς, κ. Fabrice Tourre, τον ενημέρωνε ότι η αγορά των δομημένων ομολόγων είχε πεθάνει και ότι η εταιρία δεν είχε πολύ χρόνο, στη διάθεσή της. Τους μήνες, που ακολούθησαν η Γκόλντμαν Σακς επέτρεψε στον κ. Πόλσοκ να πουλήσει δομημένα ομόλογα, σε πελάτες, όπως η ασφαλιστική ACA, η Γερμανική Τράπεζα Επενδύσεων (IKB), η Ολλανδική τράπεζα (Amro) κ.λπ.
Ταυτόχρονα, όμως, βοηθούσε τον κ. Πόλσοκ να στοιχηματίζει, εναντίον αυτών των ίδιων επενδυτικών προϊόντων, που αυτός είχε επιλέξει. Τα στοιχήματα αποδείχτηκαν χρυσά. Έφεραν 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια κέρδη, στον κ. Πόλσοκ και η αξία των ομολόγων του ανατιμήθηκε, κατά 590%. Τα αποτελέσματα, για τους πελάτες, που αγόρασαν τα τοξικά ομόλογα είναι γνωστά και καταστροφικά. Οι Γερμανοί φορολογούμενοι πολίτες πλήρωσαν τις ζημίες της τράπεζας ΙΚΒ, η Amro πουλήθηκε στη Royal Bank of Scotland της οποίας το 84% ανήκει, σε Αμερικανούς φορολογούμενους, οι οποίοι πλήρωσαν, πάνω από 841 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο πωλητής, όμως, Γκόλντμαν Σακς, πριν ανακοινωθεί ο επίσημος θάνατος των δομημένων ομολόγων, έστρεψε την προσοχή της, σε άλλους τομείς, μεταξύ των οποίων τα τρόφιμα. Από το 2006, οι τιμές των τροφίμων είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν. Η μαζική εισροή κεφαλαίων, στην χρηματιστηριακή αγορά τροφίμων, εκτίναξε τις τιμές και πρόσθεσε, περίπου 100 εκατομμύρια ανθρώπων, στους πεινασμένους της γης. Η Γκόλντμαν Σακς είναι ένας, από τους τέσσερις βασικούς διακινητές των εξειδικευμένων ομολόγων (commodity swaps), οι οποίοι ελέγχουν το 70% αυτής της αγοράς. Οι διακινητές αυτοί είναι οι γνωστοί, ως «κατά δείκτες κερδοσκόποι». Η επένδυση των κεφαλαίων της Γκόλντμαν Σακς, και των άλλων τριών Morgan Stanley, J.P., Morgan and Barclays Bank, στα εξειδικευμένα ομόλογα των τροφίμων, επέφερε έκρηξη τιμών τροφίμων και έσοδα, στη Γκόλντμαν και στη Morgan Stanley ύψους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το 2007.
Η Γκόλντμαν Σακς εμπλέκεται και στην ελληνική οικονομική κρίση. Στην Ελλάδα, επένδυσε, στα λεγόμενα ομόλογα ανταλλαγής νομισμάτων, με ψεύτικες ισοτιμίες, τα οποία επέτρεπαν, στις ελληνικές κυβερνήσεις να κρύβουν, το δανεισμό της χώρας, γεγονός που προκάλεσε μακροπρόθεσμες ζημιές, στη χώρα και στους Έλληνες πολίτες. Η Γκόλντμαν κέρδισε 300 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές. Όμως, δεν περιορίστηκε, στην κερδοσκοπία, στα τρόφιμα ή στην απόκρυψη του ελληνικού χρέους. Ενεπλάκη και στις κερδοσκοπικές επιθέσεις, προς την Ελλάδα, από τις αρχές του 2010, μέχρι σήμερα. Οι επιθέσεις έγιναν, μέσω των λεγόμενων «γυμνών δομημένων ομολόγων», ένα προϊόν, το οποίο επιτρέπει, στους κερδοσκόπους να κερδίζουν, από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας, κάνοντας το δανεισμό της χώρας δυσκολότερο, με τα στοιχήματα, υπέρ της πτώχευσης.
Αν η Γκόλντμαν Σακς κερδοσκόπησε, σε βάρος των πελατών της, μένει να αποδειχτεί, στις διαδικασίες, που έχουν αρχίσει, στις Η.Π.Α. Όμως, υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό και το οποίο πρέπει να δει το φως της δημοσιότητας.
Τον Οκτώβριο του 2008, η Γκόλντμαν Σακς προσκλήθηκε, από τον τότε Επίτροπο της Ε.Ε., κ. Charlie McCreevy, για να συζητήσουν προτάσεις, για την αναμόρφωση της αγοράς των παραγώγων, δηλαδή της αγοράς των δομημένων ομολόγων. Επί μήνες, που διαρκούσαν οι συζητήσεις, ο Επίτροπος προκλητικά, «αγνοούσε», τη λύση της απαγόρευσης των τοξικών ομολόγων, όπως αυτά, που χρησιμοποιήθηκαν, για κερδοσκοπία, εναντίον της χώρας μας. Αν και, στα τέλη του 2008, άρχισε η συζήτηση, στις Η.Π.Α., για τα «γυμνά δομημένα ομόλογα, το θέμα βρισκόταν εκτός ευρωπαϊκής ατζέντας, μέχρι την αντικατάσταση του κ. McCreevy και την εκτόξευση της κερδοσκοπίας, σε βάρος της Ελλάδας. Ο νέος επίτροπος ανακοίνωσε ότι θα καταθέσει την πρότασή του, τον Οκτώβριο. Όμως, η Γκόλντμαν Σακς είναι, πάντοτε, παρούσα, όταν συζητούνται μέτρα, για το χρηματοπιστωτικό τομέα, στην Ε.Ε.
Έτσι, εξηγείται η απαξιωτική απάντηση του κ. McCreevy, το Νοέμβριο του 2008, σε ερώτηση του ΚΕ.Π.ΚΑ., τι μέτρα σκοπεύει να πάρει, για την προστασία των καταναλωτών, από την οικονομική κρίση, και τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ώστε τα χρήματα, που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι πολίτες, για να διασώσουν το τραπεζικό σύστημα, να έχουν αντίκτυπο, στους ίδιους και σε μια αγορά, που λειτουργεί, προς όφελος όλων. Ο κ. McCreevy είχε απαντήσει ότι δεν τίθεται θέμα ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, γιατί λειτουργεί «μια χαρά» και ότι αυτές οι απαιτήσεις είναι «ανοησίες». Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο κ. McCreevy, σήμερα, είναι στέλεχος της αεροπορικής εταιρίας Ryannair, ο κ. Gunter Verheugen πρώην Επίτροπος Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας, είναι, σήμερα, στέλεχος της Royal Bank of Scotland, σύμφωνα, με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Επιχειρήσεων. Επίσης, 3 πρώην Επίτροποι (Sutherland, Miert, Monti) της Ε.Ε. ανέλαβαν θέσεις ευθύνης, στην Γκόλντμαν Σακς, μετά τη λήξη της θητείας τους, στην Ε.Ε. Τα παραπάνω καθιστούν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη να υπάρχει διαφάνεια, στον τρόπο λήψης αποφάσεων.
Το ΚΕ.Π.ΚΑ., εδώ και χρόνια, αγωνίζεται, για την υποχρεωτική εφαρμογή της καταγραφής όλων όσων ασχολούνται, με το λεγόμενο «lobby», η οποία θα είναι δημόσια προσβάσιμη. Δεν είναι δυνατό να γίνονται συζητήσεις, που αφορούν όλους μας, εν κρυπτώ.
Η Μη Κυβερνητική Οργάνωση, για τη διαφάνεια, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Alter EU, της οποίας είναι μέλος το ΚΕ.Π.ΚΑ., απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας, προς τον Πρόεδρο Μπαρόζο, στις 17 Μαΐου 2010, απαιτώντας να μεσολαβεί ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, για τους Ευρωπαίους Επιτρόπους και τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από τη λήξη της θητείας τους, μέχρι τη «μεταπήδησή» τους, σε υψηλές θέσεις, στη βιομηχανία.
Το ΚΕ.Π.ΚΑ. απαιτεί:
- Να σταματήσει η Ε.Ε. να συνομιλεί, με την Γκόλντμαν Σακς και τα «παρακλάδια» της, τουλάχιστον, μέχρι να τελειώσουν οι διώξεις, σε βάρος της εταιρίας.
- Να καθιερωθεί η υποχρεωτική καταγραφή, όλων όσων επηρεάζουν αποφάσεις και να γίνει δημοσιοποίηση των ονομάτων τους και των οικονομικών τους στοιχείων.
Να καθιερωθεί χρονικό διάστημα, κατά το οποίο θα απαγορεύεται, η μεταπήδηση, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στη βιομηχανία.
Πηγή: http://www.kepka.org