άρθρο-δημοσιογραφική έρευνα του Όμηρου Ταχμαζίδη που κυκλοφορεί στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ, τχ. 18ο. (όλα τα σχόλια είναι του Ο.Ταχμαζίδη)
Πριν κάμποσα χρόνια ο γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης συμπεριέλαβε στην έκδοση ενός λεξικού στο λήμμα «Βούλγαρος» και τη σημασία του οπαδού των ποδοσφαιρικών συλλόγων της Θεσσαλονίκης[1]. Τούτο ήταν η αφορμή να δεχθεί δριμεία επίθεση από ακραίες εθνικιστικές ομάδες. Στη δημόσια αντιπαράθεση πήρε θέση και ο δημοσιογράφος του εθνικιστικού Ελληνικού Βορρά Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, ο οποίος επέκρινε τον επιστήμονα για την υποτιθέμενη αστοχία του. Ο λεξικογράφος, σύμφωνα με τον επίδοξο γνωμηγήτορα του εθνικιστικού φύλλου, δεν έλαβε υπόψη του τους πιθανούς κινδύνους στους οποίους θα ενέπλεκε το ελληνικό Έθνος με την επιπόλαιη ενέργειά του να συμπεριλάβει στο λεξικό και τη σημασία που έχει μια λέξη στην ιδιόλεκτο των αθλητικών σταδίων[2].
Στο ίδιο λεξικό διαβάζουμε στο λήμμα «κόγχη» τα εξής: «κόγχη: ΓΕΩΛ. κοίλωμα με αμφιθεατρικό και ημικυκλικό σχήμα, που βρίσκεται στην επιφάνεια τού εδάφους και που σχηματίστηκε από τις διαβρωτικές διεργασίες, παγετώνα»[3].
Δεν επιλέξαμε τυχαίως τη λέξη «κόγχη». Ο δημοσιογράφος Κ. Γκιουλέκας τη χρησιμοποιεί τακτικά σε σχόλια που αφορούν στην Ελλάδα και την ιστορία της. Η χώρα παρομοιάζεται με «μικρή κόγχη»: «…όσο υπάρχουν Έλληνες σε τούτη τη μικρή κόγχη της Μεσογείου…»[4]. Η Ελλάδα είναι κοίλωμα της Μεσογείου; Η μεταφορά ξενίζει, αλλά δεν έχει γίνει από παραδρομή.
Η λέξη κόγχη χρησιμοποιείται συχνά για να καταδειχθεί η δυσαναλογία ανάμεσα στη στενότητα του ιστορικού γεωγραφικού χώρου και το υποτιθέμενο διαχρονικό μεγαλείο των κατοίκων της: «…δεν σημαίνει ότι έπαψαν να κατοικούν σε τούτη την βραχώδη κόγχη της Βαλκανικής Έλληνες, όπως και εκείνοι οι παλαιοί…»[5]. Και είναι το αιώνιο φυλετικό ποιόν των κατοίκων της, το οποίο προσδίδει στη «χώρα-κόγχη» διαστάσεις θρύλου: «…όσο ζει αυτή η φυλή, που κατοικεί στη θρυλική τούτη κόγχη της Μεσογείου…»[6]. Η σπουδαιότητά της επιβεβαιώνεται διαρκώς από την εποχή του μύθου έως τη σημερινή των δύο κατόχων του βραβείου Νόμπελ στην ποίηση, οι οποίοι αποτελούν και τη σύγχρονη απόδειξη «ότι σε τούτη την κακοτράχαλη κόγχη της Μεσογείου καίει άσβεστη του Προμηθέα η δάδα και αναπαράγεται, επί 4.000 χρόνια, η ίδια φυλή, το ίδιο Γένος»[7]. Έτσι, «…σε τούτη τη μικρή αυτή κόγχη της Μεσογείου…»[8] αναμετριόμαστε με τις «…χιλιετηρίδες της ζωής του ελληνικού Έθνους…»[9]. Η «κόγχη» φαίνεται ότι αποτελεί το δοκιμαστικό σωλήνα για τη βιολογική διαιώνιση της σπάνιας φυλής των Ελλήνων. Το Λεξικό του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, ωστόσο, επιμένει, ότι «κόγχη» σημαίνει κοίλωμα. Ένας μικρός χηραμός η Ελλάδα στο χώρο της Μεσογείου;[10]
Παρότι ο δημοσιογράφος στη διαμάχη για το λήμμα «Βούλγαρος» δε δίστασε να προτρέψει τον γλωσσολόγο να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και να προτάξει το υποτιθέμενο εθνικό συμφέρον έναντι του επιστημονικού ενδιαφέροντος, ο ίδιος διατηρεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να αποφαίνεται και για την κακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, κατά την κρίση του, η ελληνική γλώσσα και, πέραν τούτου, να προειδοποιεί ακόμη και για τους «κινδύνους» που την περιβάλλουν[11].
Έτσι, ενώ ασχολείται με διάφορα «ιδιώματα» της καθημερινότητας, διαπιστώνει και αυτός —όπως και άλλοι «κινδυνολόγοι»— τη «γνωστή πενία λεξιλογίου, που μαστίζει τους νεοέλληνες»! [12] Φαίνεται δε, πως ενοχλείται σφόδρα από το γεγονός, ότι «έχουμε καταντήσει να χρησιμοποιούμε και να συνεννοούμαστε μόνο με 500-600 λέξεις στην καθημερινή ζωή μας» και εξανίσταται γιατί ενώ οι ξένοι μαθαίνουν ελληνικά, εμείς «ξεχνάμε τη γλώσσα μας και το χειρότερο, τη νοθεύουμε με σολικισμούς και δανεισμούς ξένων λέξεων»[13].
Ο μύστης της ελληνικής γράφει λανθασμένα τη λέξη σολοικισμός[14]. Αλλά και γενικώς, ο συγκεκριμένος τιμητής της εθνικής μας λεξιπενίας, έχει προβλήματα με τον χειρισμό της γλώσσας. Δεν γράφει απλώς πρόχειρα, αλλά κακοποιεί διαρκώς την ελληνική. Η γραφή του είναι ρηχή, χωρίς συνοχή, με σωρεία ασυναρτησιών και ασυνταξιών, ενώ της λείπει το προσωπικό ύφος. Πολλές φορές η κατάσταση γίνεται αφόρητη για τον αναγνώστη, εξαιτίας της αδυναμίας του συντάκτη να διατυπώσει ορθώς μια ολοκληρωμένη πρόταση. Γραφή ανομοιογενής, προφανώς απόρροια ακουσμάτων, αποστηθίσεων και ετερογενών επιδράσεων σε σχεδόν ακατέργαστη μορφή, που συνθέτουν ένα μιξοβάρβαρο ύφος βουτηγμένο στους σολοικισμούς. Τούτο πέραν της γλωσσικής υστέρησης προδίδει και κάποια διανοητική αδυναμία του συντάκτη σε σχέση με τα θέματα που πραγματεύεται. Από εδώ προέρχεται, σε μεγάλο βαθμό, και η σολοικία.[15] Ο Κ. Γκιουλέκας φαίνεται πως ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των δημοσιογράφων που στερούνται ικανοτήτων στον γραπτό λόγο[16].
Σε πλήθος περιπτώσεων η γλωσσική αδεξιότητα είναι προφανέστατη. Αλλά επειδή, σύμφωνα με μια δική του διατύπωση, «το ζήτημα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο [sic!] και χρήζει μεγάλης προσοχής»17, θα πρέπει να παραθέσουμε μερικά παραδείγματα από τα δημοσιογραφικά πονήματά του για να αιτιολογήσουμε τον ισχυρισμό μας.
Αρκετά συχνά στα κείμενά του συναντάμε αξιοπερίεργες διατυπώσεις που ενοχλούν το γλωσσικό αισθητήριο, όπως «…με ό,τι συνέπειες συνεπάγεται κάτι τέτοιο…»18, «τον λαϊκισμό και τις «σοσιαλιστικές» πρακτικές των πράσινων πρακτικών…»19, «…επιβολή αυτών των άκρως υπερβολικών και αυθαίρετων μέτρων που επιβλήθηκαν σχεδόν αυθαίρετα…»20, ο δήμαρχος διοικεί «από το αξίωμα του δημάρχου»21. Τέλος, σε κάποια περίπτωση, μας κεραυνοβολεί με τα «σύγχρονα προβλήματα» της χώρας τα οποία «…είναι πολλά και ταλανίζουν τους Έλληνες, ιδίως αυτή την κρίσιμη περίοδο από την οποία διερχόμεθα»22!
Σε ορισμένες περιπτώσεις η λανθασμένη χρήση των λέξεων προκαλεί θυμηδία: «Περνούν τα χρόνια κι οι καιροί κι η μνήμη —μαζί με την ευαισθησία— αδυνατίζει, χαλαρώνει»23. Το αδυνάτισμα και το χαλάρωμα της μνήμης θυμίζουν λίγο τα γυμναστήρια που διαφημίζουν ταχύρρυθμα προγράμματα απώλειας βάρους και σύσφιγξης του σώματος! Αλλά η μνήμη δεν είναι δυνατόν να αδυνατίσει, γιατί δεν έχει… λίπος, όπως το σώμα! Η μνήμη εξασθενεί24.
Αρχαιοπληξία και ημιμόρφωση
Αναφορικά με το ύφος, μπορούμε να διακρίνουμε τρία στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε εμπεριστατωμένη εικόνα των γλωσσικών και διανοητικών επιδόσεων του συγκεκριμένου δημοσιογράφου. Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η εκτεταμένη χρήση αρχαϊκών και καθαρευουσιάνικων τύπων, ένα δεύτερο είναι η σαφέστατη επιρροή διαφόρων ιδιολέκτων της καθομιλουμένης και, τέλος, ένα τρίτο είναι ένας νηπιακός λυρισμός που εντοπίζεται στα περισσότερα «ιδεολογικής» απόχρωσης κείμενά του25.
Ο δημοσιογράφος βρίσκεται υπό την ιδεολογική επιρροή των λεγόμενων «ελληνοχριστιανικών ιδεωδών»26. Οι αρχαϊκοί τύποι στη γλώσσα του παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι καταδεικνύουν τη σκοπιά από την οποία τούτος παρατηρεί τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα. Ο Κ. Γκιουλέκας θεωρεί ότι κατέχει το προνόμιο του τοποτηρητή των ιστορικώς αμετάβλητων αξιών και των ακλόνητων ιδανικών του Έθνους και το δικαίωμα να επικρίνει «αφ’ υψηλού» τις υποτιθέμενες παρασπονδίες και τα ξεστρατίσματα των συγχρόνων του από την πορεία της αδιάπτωτης ιστορικής συνέχειας της κοινότητας του Ελληνισμού. Η διαχρονία της «φαντασιακής κοινότητας» (B. Anderson), όπως εκφαίνεται στη συγκεκριμένη ιδεολογική κατασκευή υποβάλλει το «άτομο-θύμα» τούτης της «ψευδούς συνείδησης» (Κ. Μαρξ) στον καταναγκασμό να αποδεικνύει ότι είναι άξιος συνεχιστής ενός περίλαμπρου παρελθόντος. Τούτη η συνείδηση επιγονισμού μαζί με την έλλειψη παιδείας καθιστούν βαρύ το φορτίο του «χρέους» για τον ιδεολογικώς εγκλωβισμένο απόγονο. Υπάρχει ένας τίτλος σχολίου που αποδίδει ανάγλυφα τον εσωτερικό καταναγκασμό στον οποίο υπόκειται το συγκεκριμένο άτομο: «Ανάξιοι… απόγονοι, άξιων προγόνων»27.
Η χρήση τύπων της καθαρεύουσας θα πρέπει να αποδοθεί κατά πρώτον σε αυτή την πίεση που ασκεί η φαντασιακή βεβαιότητα πως ανήκει στην ίδια φυλή, ότι είναι ένας απόγονος εκείνων των αρχαίων που μεγαλούργησαν. Επειδή, όμως, δεν έχει καμία ουσιαστική σχέση με την αρχαιοελληνική γραμματεία, αλλά ούτε και με τη χριστιανική28, προκύπτει εκείνο το μιξοβάρβαρο γλωσσικό ύφος που συναντούμε στα κείμενά του.
Από την άλλη σημαντικό ρόλο παίζει η αποδοχή αυτής της γλώσσας από το κοινό της εφημερίδας, το οποίο αναγνωρίζει στο συγκεκριμένο ιδίωμα στοιχεία της ιδεολογίας του. Το συγκεκριμένο ύφος γραφής τούτων των «αγκυλωμένων στο παρελθόν» λειτουργεί και ως μέσο ταύτισης. Στην ευρύτερη κοινωνία, ωστόσο, το ύφος αυτό είχε περιθωριοποιηθεί και είχε περιορισθεί σε υπερήλικους εθνικιστές, οι οποίοι παρέμεναν αγκυλωμένοι στα ιδεολογικά σχήματα που τους είχαν εμποτίσει στη νεότητά τους στο πλαίσιο των «ελληνοχριστιανικών ιδεωδών». Αλλά τούτες οι ιδεολογικές απόψεις είχαν ηττηθεί. Ήδη είχαν αμφισβητηθεί εντόνως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και υποχώρησαν μετά τη μεταπολίτευση από το πολιτικό και ιδεολογικό προσκήνιο. Η ήττα τους προήλθε, κυρίως, από την ελληνική εκδοχή της λεγόμενης «σιωπηρής επανάστασης»29.
Η διαδικασία ταύτισης επιτυγχάνεται ακόμη πιο εύκολα, γιατί το καθαρευουσιάνικο και αρχαϊκό λεξιλόγιο δεν προκύπτει από τη γνώση της αρχαίας ελληνικής ή τον επαρκή χειρισμό της καθαρεύουσας, αλλά οι τύποι αυτών των εκδοχών της ελληνικής προέρχονται από ακούσματα και χρησιμοποιούνται στερεοτυπικά. Δεν αποτελούν βασικό στοιχείο γλωσσικής συγκρότησης, απλώς έρχονται να προστεθούν στο ύφος της γραφής. Πρόκειται για «γνώσεις» που προέρχονται από συγκεκριμένους προφορικούς περιγύρους, στους οποίους ανήκει η πλειονότητα των αναγνωστών της ακροδεξιάς εφημερίδας. Προφανώς η λανθασμένη συχνά χρήση των τύπων της καθαρεύουσας οφείλεται σε τούτη την προφορική τους μετάδοση.
Ενδεικτική είναι η χρήση της έκφρασης «ποιώ την νήσσα»: «οι όψιμοι εθνοπατέρες —το σχόλιο για κάποιους πολιτικούς μας— ποιούν την νύσσα…»30. Δεν πρόκειται για αβλεψία, ούτε για τυπογραφικό λάθος, αλλά για ανορθογραφία. Το ίδιο λάθος επαναλαμβάνει ο τιμητής της εθνικής λεξιπενίας, αναφερόμενος στο κυκλοφοριακό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης και στην κατασκευή της υποθαλάσσιας αρτηρίας: «Μόνη λύση η υποθαλάσσια αρτηρία, για την οποία, φυσικά, οι αρμόδιοι ποιούν την νύσσαν»31.
Οι αρχαϊκοί τύποι δημιουργούν τις περισσότερες φορές ένα κακόηχο πλαίσιο. Ακόμη και όταν διαβάζουμε «από μέσα» μας, μιλάμε στην πραγματικότητα μέσα μας. «Ακούμε» τα λόγια που δεν «εκφέρονται» φωναχτά. Όλα τα όργανα του σώματος που εμπλέκονται στη διαδικασία παραγωγής των φθόγγων βρίσκονται σε λειτουργία. Έτσι ακόμη και η σιωπηρή ανάγνωση ενός κειμένου αφήνει την αίσθηση του ήχου του. Και ο ήχος από παρόμοιες φράσεις —όπως η ακόλουθη— είναι «δύσπεπτος»: «…οι εκπρόσωποι του Έθνους οφείλουν να επιδεικνύουν τον απαιτούμενο σεβασμό στους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Όχι λόγοις, αλλά έργοις»32.
Το μιξοβάρβαρο ύφος καταγράφει και τον τρόπο προσέγγισης των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων από την πλευρά του Κ. Γκιουλέκα. Τούτος αντιδρά με συντηρητική δυσαρέσκεια στην υπαγωγή όλων των μορφών του βίου στη δυναμική του κεφαλαίου. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύεται και μέσω της ιδιάζουσας έκφρασής του: «Βγήκε το κομπόδεμα και μας κυβερνάει. Είναι η μόνη “φωνή” που ακούγεται ευκρινώς στα ώτα μας»33.
Και ενώ το «κομπόδεμα» παραπέμπει σ’ ένα πρωτογενές καθεστώς συσσώρευσης ή ακόμη και σε πιο κλειστές μορφές οικονομίας, όπου το κεφάλαιο δεν είχε ακόμη αποικήσει όλες τις μορφές ζωής και δεν είχε υποτάξει ολοκληρωτικά την καθημερινότητα στις ανάγκες του, τα «ώτα», από την πλευρά τους, παραπέμπουν στην «αντίσταση» του συντηρητικού ατόμου μέσω της συγκεκριμένης πολιτικής ιδιολέκτου απέναντι στη διαδικασία ενσωμάτωσης και του δημοσίου λόγου στα κεφαλαιοκρατικά ενδιαφέροντα. Ο συντηρητικός συνδιαλέγεται με το αναγνωστικό κοινό του μέσω ενός εκφραστικού αμαλγάματος από ετερογενή και ετερόκλητα στοιχεία του παρελθόντος, σε συνδυασμό με τις χυδαίες εκφράσεις ιδιωμάτων της καθημερινής γλώσσας, το δημοσιογραφικό ιδίωμα και ένα γλωσσάρι κατάλοιπο ύφους της παραφασιστικής «ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας». Η χρήση τούτων των εκφραστικών μέσων συνοδεύεται κατ’ ανάγκη και από την προσπάθεια διατύπωσης ενός σύγχρονου λόγου και μιας επίκαιρης επιχειρηματολογίας με αποτέλεσμα να προκύπτει ο μιξοβάρβαρος τραγέλαφος του «ωρέ», του «μπάζει» και των «ώτων».
Πρόκειται για τη γραφή ενός αναποφάσιστου ημιμορφωμένου αντιδραστικού που δυσανασχετεί πρόσκαιρα και ικανοποιείται από τη φραστική καταγγελία του «κομποδέματος» και την αναπόληση μιας ξεπερασμένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Η ηχητική υπόκρουση σε αυτή την αναπόληση είναι η χρήση των αρχαϊκών και καθαρευουσιάνικων τύπων στη γλώσσα, ο ήχος του μιξοβάρβαρου ιδιώματος. Αλλά, ούτε οι πιστωτικές κάρτες θα γίνουν ξανά «κομπόδεμα», ούτε η εξέλιξη της γλώσσας θα αλλάξει με τη χρήση των αρχαϊκών τύπων στο πλαίσιο τούτης της ιδιότυπης ακροδεξιάς ιδιολέκτου.
Η εμμονή στη χρήση των τύπων της καθαρεύουσας αποτελούσε αντίδραση στην αναγκαία προσαρμογή στις νέες συνθήκες που γέννησε η αποίκηση, από την πλευρά του κεφαλαίου, όλων των μορφών βίου στην ελληνική εκδοχή του όψιμου καπιταλισμού. Η χρήση γλωσσικών τύπων της καθαρεύουσας παραπέμπει στην απώλεια μιας ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας που, ωστόσο, δεν μπορεί, πλέον, να ανακτηθεί. Από εδώ προκύπτει και ο ακραίος ηθικισμός και η συνεχής μεμψιμοιρία για την απώλεια των αξιών και των ιδανικών και η κριτική στους ανθρώπους του πνεύματος.
Παρότι εντρυφήσαμε σε πληθώρα άρθρων και σχολίων του δημοσιογράφου —τα οποία κάλυπταν μια χρονική περίοδο πενταετίας— δεν μπορέσαμε να ανασυγκροτήσουμε κάποιον υποφερτό συνεκτικό λόγο. Το ύφος του παραπέμπει σ’ έναν λόγο, ο οποίος είναι διαρκώς εκτεθειμένος και αιωρείται ανάμεσα στα ερεθίσματα που δέχεται από ποικιλώνυμους φορείς ενός σκληροπυρηνικού εθνικιστικού περιγύρου και σε μια εκδοχή της πιο αγοραίας μορφής του δημοσιογραφικού ιδιώματος, ενώ ο διανοητικός του ορίζοντας, παραμένει εκείνος της ακροδεξιάς εφημερίδας. Το ύφος της γλώσσας αντιστοιχεί στη στενότητα που υπαγορεύουν τούτες οι συνθήκες. Πρόκειται για μια γλώσσα και ένα ύφος απότοκο ενός ιδεολογικοπολιτικού συμφύρματος.
Σε ένα κείμενο —που καταγράφει τη γενικότερη ιδεοληψία του δημοσιογράφου— και το οποίο αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, επισημαίνει το εξής για τη διδακτική σημασία αυτού του ιστορικού συμβάντος: «Δυστυχώς, ουδέν εδιδάχθημεν από το παρελθόν…»34. Ο εθνικιστικός οίστρος τον οδηγεί σε αυτό το μεικτό και ακαλαίσθητο γλωσσικό ιδίωμα. Ταυτοχρόνως στην προσπάθειά του να δώσει κύρος στα λεγόμενά του καταφεύγει στο πλήρες ξεχαρβάλωμα της γλώσσας και τα αποτελέσματα πολλές φορές είναι κωμικοτραγικά, διαλυτικά: «Αμνήμονες εμείς οι Έλληνες λησμονούμε πολύ γρήγορα εκείνα, που κάποτε μας συνεπήραν, μας έφερναν εγρήγορση, ή εκείνα που μας έκαναν εγρήγορση ή εκείνα τα οποία μας έκαναν να ορρωδιούμε, μας γιόμιζαν οργή και αγανάκτηση»35.
Πέρα από τη λανθασμένη χρήση του ρήματος ορρωδώ —ίσως και να είναι τυπογραφικό λάθος—η υπόλοιπη φράση είναι από άποψης ύφους, συντακτικού και περιεχομένου… «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα»!
Οι διάφορες αρχαϊζουσες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στερεοτυπικά αφορούν περισσότερο εκείνο το οποίο ο Τέοντορ Αντόρνο αποκαλεί «βαρβαρότητα της ημιμόρφωσης» και λιγότερο την ουσιαστική μόρφωση36. Στην περίπτωσή μας η ημιμόρφωση, πέραν των άλλων, εμφανίζεται και ως ατομική υπεροψία και ηθικολογικός διδακτισμός. Ως γλωσσική συνέπειά της προκύπτει το μιξοβάρβαρο ύφος γραφής.
Η χυδαιότητα ως ύφος
Ένα άλλο στοιχείο που ενσωματώνει το γλωσσικό ύφος του Κ. Γκιουλέκα είναι η χυδαιότητα των ιδιολέκτων της καθομιλουμένης. Ο δημοσιογράφος δε διστάζει να χρησιμοποιεί στο λόγο του στοιχεία της αγοραίας καθημερινής γλώσσας, ενώ ακόμη και τίτλοι σχολίων διατηρούν το ύφος χυδαίων εκφράσεων της καθομιλουμένης. Έτσι, τα κόμματα «τα βρίσκουν»37, το «σκάφος του ΠΑΣΟΚ μπάζει νερά»38, στις Βρυξέλλες «μας πήραν χαμπάρι… και άρχισαν να μας τραβάνε τα αυτιά»39, οι πολιτικοί φροντίζουν να «μας πετάνε που και που κάποιες αόριστες δηλώσεις για να μας χρυσώσουν το χάπι…»40, ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας της Οικογένειας «περνάει στα ψιλά»41 και, τέλος, «υπάρχουν κάποιοι ολίγιστοι, που βαστάνε ακόμη τα στενά… και ρίχνουν, κάθε τόσο, ένα τρισάγιο στη μνήμη και τη θυσία» των εθνικών ηρώων42. Σε τούτη την προνομιούχο κάστα συμπεριλαμβάνει ο Κ. Γκιουλέκας και τον εαυτό του, ο οποίος αφού πρώτα «ρίξει ένα τρισάγιο» στους ήρωες του παρελθόντος επιπλήττει τους συγχρόνους του: «Που πήγε, μωρέ, το ελληνικό φιλότιμο…»43.
Γενικώς ο δημοσιογράφος, μέλος των «ολίγιστων» που νοιάζονται την Ελλάδα, έχει μια πολύ χαλαρή σχέση με τη γλώσσα. Δε διστάζει καν να θέτει ως επικεφαλίδες στα δημοσιογραφικά του πονήματα στίχους από τραγούδια της βιομηχανίας διασκέδασης —ίσως γιατί «είναι μια ώρα δύσκολη…»44. Πιστός, όμως, στη δημοσιογραφική παράδοση του Ελληνικού Βορρά ξεστρατίζει συχνά, ακόμη περισσότερο, και το γλωσσικό του ύφος ολισθαίνει σε ένα είδος δημοσιογραφικού κουτσαβακισμού45. Ενδεικτικός είναι ο λαϊκισμός και το ύφος με το οποίο αντιπαραθέτει τους κατοίκους της επαρχίας, «τη χρυσή εφεδρεία του Έθνους», προς εκείνους τους βολεμένους της Αθήνας: «Αν δεν ήταν αυτοί [σ.σ. οι της περιφέρειας] μήτε πολυθρόνες θάχαν μείνει για τους σφουγγοκωλάριους, μήτε Κολωνάκια και … μπιντέδες!»46. Η χυδαιότητα είναι μόνιμος συνοδός του επαρχιωτισμού.
Συχνά το θρασύ αυτό ύφος παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός «λεκτικού τραμπουκισμού», κυρίως όταν ο δημοσιογράφος αναφέρεται στους αντιπάλους των πολιτικών και ιδεολογικών του πεποιθήσεων. Ιδιαιτέρως όταν είναι υπό την επήρεια των μεγαλοανδρικών του αντιλήψεων. Έτσι, ο πρωθυπουργός της χώρας «αποδεικνύεται καθημερινά πολύ λίγος, πολύ μικρός για να αντιμετωπίσει τα μεγάλα και σοβαρά προβλήματα…»47. Εδώ έχουμε την απόλυτη καταξίωση της γλώσσας των αθλητικών καφενείων. Με παρόμοιο τρόπο περιγράφει την πολιτική κατάσταση: «ένα αλαλούμ στην ηγεσία της χώρας…»48. Και απ’ ό,τι φαίνεται αισθάνεται πολύ βολικά με το συγκεκριμένο γλωσσικό ύφος, εφόσον η έλλειψη καλλιέπειας δεν τον πολυσκοτίζει. Αντιθέτως δυσανασχετεί με την «εθνική μας ξεφτίλα»49 και δηλώνει ότι «είναι πολύ άσχημο να αισθάνεται κανείς ότι διαβιεί σε αυτό το κράτος-μπάχαλο…»50 και επικαλείται, για πολλοστή φορά, έναν «ολόκληρο λαό, ένα Έθνος που δεν μπορεί, δεν ανέχεται να του τσαλακώνουν τόσο βάναυσα το φιλότιμό του»51!
Ο νηπιακός λυρισμός του εθνικιστή
Το τρίτο στοιχείο που εκδηλώνεται στο γλωσσικό ύφος του Κ. Γκιουλέκα είναι ένας νηπιακός λυρισμός. Σε ορισμένες περιπτώσεις η κακή χρήση της γλώσσας προδίδει αμέσως την έλλειψη συγκροτημένου λόγου και συγκροτημένης αντίληψης των πραγμάτων. Το φαινόμενο επιτείνεται από έναν ακατάσχετο «εθνικό» λυρισμό. Τα αποτελέσματα τις περισσότερες φορές είναι κωμικοτραγικά. Συνήθως πελαγοδρομεί στις εθνικιστικές του ιδεοληψίες χωρίς να αντιλαμβάνεται το διαρκές ολίσθημα στην ανακρίβεια, την κοινοτοπία και τις… αερολογίες!
Υπάρχει μια διάσταση στη σκέψη του που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας· είναι ο ιστορικός χρόνος του Έθνους, που μετριέται σε χιλιετίες. Αλλά αυτές οι χιλιετίες είναι ένα διαρκές βάσανο. Εδώ τα στερεότυπα επιβάλλουν τον τόνο στο ύφος της γραφής του: «Χώρα ταλαιπωρημένη, χώρα βασανισμένη η Ελλάδα, αναδεικνύει το μεγαλείο της με την μακραίωνη παρουσία της σε τούτο εδώ τον βράχο της Βαλκανικής, αγωνιζόμενη μέσα από χίλια δεινά, να επιβιώσει και να συνεχίσει το διάβα της στην Ιστορία»52.
Η ιστορία και ο πολιτισμός της χώρας έχουν προσλάβει ιδιόμορφες διαστάσεις στη σκέψη του και εξίσου ιδιόμορφα νηπιακός είναι από υφολογικής σκοπιάς και ο λόγος του53. Το ύφος τις περισσότερες φορές θυμίζει εκθέσεις ιδεών εφήβων της μέσης εκπαίδευσης. Εννοείται παλαιοτέρων εποχών: «Ελλάδα μας, φώτισες κάποτε τα Έθνη και λαούς με τη λάμψη σου»54. Με ανάλογο τρόπο σχολιάζει την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου: «Κι ήλθε η Αγία Μέρα, η φωτοδότρα κι έλουσε η Δόξα την Ελλάδα, απ’ άκρη σ’ άκρη. Ξημέρωσε μια άλλη χώρα, ένας άλλος λαός, μια άλλη Ελλάδα»55.
Ο λυρικός οίστρος του ανεβαίνει κατακόρυφα όταν πραγματεύεται ιστορικά ζητήματα και μεταβάλλεται αμέσως σε μαθητή ο οποίος προσπαθεί να αριστεύσει στην έκθεση ιδεών: «…οι Έλληνες μες τα σκοτεινά δείχναν το δρόμο και ρεζίλευαν μια τρανή αυτοκρατορία. Όπως και τότε, στα 1821. Μια δράκα Έλληνες όλοι και όλοι και τα ’βαλαν και με τους Οθωμανούς και με τους Ιταλούς. Δεν κιότεψαν. Ρίχτηκαν, στη φωτιά, σαν λιοντάρια, και στήσανε το τρελό πανηγύρι της νίκης, το πανηγύρι το ελληνικό, το πανηγύρι το μοναδικό, μεθυσμένο από το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα. Και γράψανε με το αίμα τους την νεώτερη δόξα της Ελλάδος»56.
Το μαθητικό ύφος συναντάει τα αναιμικά ακούσματα της ποίησης, την ιδεολογία ηρωισμού και τα εκφραστικά της μέσα, την καθομιλουμένη άλλων εποχών ως λογοτεχνικό επίχρισμα σε έναν ανούσιο λόγο και τη γλώσσα των αθλητικογράφων της τηλοψίας… με τα τρελά πανηγύρια της νίκης. Ένα συμπίλημα μοναδικό στην… εθνικιστική κενολογία του.
Πολύ συχνά ο δημοσιογράφος παλινδρομεί στα παιδικά ακούσματα και σε μια απαρχαιωμένη ιδεοληπτική αντίληψη χρέους προς το «Έθνος» και την «Ιστορία»: «Το οφείλουμε στο Έθνος και στην Ιστορία, η οποία τιμωρεί τους επιλήσμονες. Το οφείλουμε στην Σμύρνη και την Αγιά Σοφιά που τα αποκαΐδια τους ακόμη καπνίζουν στις ψυχές και τις μνήμες των Ελλήνων. Το οφείλουμε, τέλος, στους θρύλους και τις παραδόσεις “πάλι με χρόνια, με καιρούς”…»57.
Με αυτό το ψευδολυρικό ξέσπασμα επαναφέρει τον αλυτρωτισμό ως «ιστορικό χρέος», επικαλούμενος μια μεταφυσική αντίληψη της ιστορίας τιμωρού. Από αυτή την οπτική γωνία μπορούν να γίνουν κατανοητές και διάφορες φασιστίζουσες αντιλήψεις: «Ως φυλή σταθήκαμε άξιοι της Ιστορίας μας. Τώρα ένα είναι τα χρέος μας: Ως άτομα να σταθούμε άξιοι της φυλής μας»58.
Ο αλυτρωτισμός και η γενικότερη επιθετική διάθεση απέναντι στους γειτονικούς λαούς59, δεν τον εμποδίζει να μακαρίζει υποκριτικά και με νηπιακό τρόπο την επάνοδο της ειρήνης στη Δυτική Βαλκανική και να εύχεται σε λυρικό τόνο την παγίωσή της: «Τώρα μέσα στις στάχτες και στα ερείπια που καπνίζουν ένα περιστέρι με τις φτερούγες του βαμμένες από το αίμα των αμάχων. Κάνε κάτι Θεέ μας να μη το βρει καμιά αδέσποτη. Την έχουμε ανάγκη αυτήν την ειρήνη…»60.
Δεν είναι μόνο η κοινοτοπία του περιεχομένου που εκπλήσσει δυσάρεστα —επιβεβαίωση ότι η «κοινοτοπία είναι η αντεπανάσταση»— αλλά και το ύφος της γραφής του το οποίο είναι εντελώς νηπιακό. Κάτι που δεν μπορεί να συγκαλύψει η σποραδική και επιτηδευμένη χρήση αρχαϊκών εκφράσεων ή λατινικών ρητών.
Ως «επιδόρπιο» επιλέγουμε ένα απόσπασμα από «σχόλιο» του Κ. Γκιουλέκα για το «πόθεν έσχες» του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου: «Ας μην ξεχνάμε ότι η γυνή του Καίσαρος δεν αρκεί μόνο να είναι τιμία, αλλά πρέπει να φαίνεται και τιμία. Κι αφού αναφερόμαστε στον Καίσαρα και στη γυνή του, ας κλείσουμε αναφωνώντας λατινιστί: o tempora o mores»61.
Κείμενο δημοσιογραφική έρευνα του Όμηρου Ταχμαζίδη που κυκλοφορεί στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τχ. 18ο Δυστυχώς στην ηλεκτρονική έκδοση απ’ όπου πήραμε το κείμενο δεν υπάρχουν τα σχόλια Τα σχόλια 1-17 τα αντιγράψαμε από την περίληψη του άρθρου που δημοσιεύεται στο http://nosferatos.blogspot.com/2010/11/o-18.html
[1] Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998 -«…(κατχρ. υβριστικά) ο οπαδός ή παίκτης ομάδας της Θεσσαλονίκης (κυρίως του ΠΑΟΚ)».
[2] Ο τίτλος του σχολίου είναι «Ας είμαστε προσεκτικοί…». Ο δημοσιογράφος αφού ενημερώσει το κοινό του ότι «το λεξικό του γλωσσολόγου Μπαμπινιώτη περιέχει σχόλια και αναφορές που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα ήταν άξια να αναφερθούν», ασκεί διττή κριτική στον επιστήμονα. Αφενός θεωρεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι να συμπεριληφθούν στο λεξικό σημασίες λέξεων που «δεν προέρχονται και δεν χρησιμοποιούνται από μεγάλες ομάδες πληθυσμού, αλλά από μεμονωμένα άτομα που δεν εκφράζουν κανένα και τίποτα» και αφετέρου «η καταχώρησή τους… σ’ ένα λεξικό προξενεί αντίθετα σοβαρές προσβολές και παρεξηγήσεις, γιατί με τον τρόπο αυτό το περιθώριο βρίσκει πεδίο έκφρασης και επισημοποιείται μια ανύπαρκτη κατάσταση που κανείς δεν υιοθετεί και δεν χρησιμοποιεί». Ο Κ. Γκιουλέκας δεν αρκείται σε αυτά τα δύο αντιεπιστημονικά «επιχειρήματα», αλλά διατυπώνει και ένα ακόμη «ακλόνητο» για κάθε κινδυνολόγο εθνικιστή: «Κανείς δεν γνωρίζει πως θα χρησιμοποιήσουν κάποιοι κάποτε τα όσα γράφονται στο λεξικό… Ποιος γνωρίζει… πως θα χρησιμοποιηθεί κατά του Ελληνισμού… η έννοια “οπαδός ομάδων της Θεσσαλονίκης στο λήμμα «Βούλγαρος” και τα όσα όλα περιέλαβε στο λεξικό του ο γνωστός γλωσσολόγος». Με αυτά τα «επιχειρήματα» ο δημοσιογράφος έκρινε ότι «ήταν τουλάχιστον άσκοπο και άστοχο να περιληφθούν τέτοιες αναφορές σ’ αυτό το πόνημα…», Ελληνικός Βορράς, 31/5/1998, σελ. 5. Άλλη αναφορά του στο θέμα έχει ως σχόλιο τον τίτλο: «Το λεξικό της ντροπής», Ελληνικός Βορράς, 24 /5/ 1998, σελ. 3.
[3] Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, ό. π..
[4] Ελληνικός Βορράς, 22/4/1995, σελ. 4. Είναι η πρώτη φορά —Μεγάλο Σάββατο 22 Απριλίου 1995— που αναγράφεται το όνομα του Κωνσταντίνου Γκιουλέκα ως υπεύθυνου της στήλης «Απόψεις-Σχόλια» στην εθνικιστική εφημερίδα. Τη θέση αυτή θα τη διατηρήσει έως και ένα μήνα πριν την έναρξη του προεκλογικού αγώνα το 2000. Την Κυριακή 12 Μαρτίου 2000 ο Ελληνικός Βορράς δημοσίευσε τη σύνθεση των ψηφοδελτίων της Νέας Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους υποψηφίους συγκαταλέγονταν και ο Κωνσταντίνος Γκιουλέκας. Η στήλη «Σχόλια-Απόψεις» συνέχισε να υφίσταται και την «υπόγραφε» ο δημοσιογράφος Γιάννης Σεϊτανίδης. Οι αλλαγές αυτές συμπίπτουν και με την πώληση του Ελληνικού Βορρά. Την Κυριακή 3 Μαρτίου 2000, η εφημερίδα δημοσίευσε πρωτοσέλιδα μια ανακοίνωση την οποία υπέγραφαν η Τέσα Π. Λεβαντή και ο Νίκος Ι. Μέρτζος, με την οποία γνωστοποιούσαν πως «μαζί με τη θυγατρική εφημερίδα “Σπορ του Βορρά”, την ασυγκρίτως ισχυρότερη του Βορρά, ο Ελληνικός Βορράς, οι παραδοσιακές εφημερίδες “Μακεδονία” και “Θεσσαλονίκη” και τα περιοδικά τους αποτελούν ενιαίο δημοσιογραφικό συγκρότημα ικανό να ανταποκριθεί στις ιστορικές προκλήσεις των καιρών…».
[5] Ελληνικός Βορράς, 2/11/1998, σελ. 5. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις τη συγγενική σχέση προς τους αρχαίους την προσωποποιεί: «Όλοι εμείς, που αντρωθήκαμε σε τούτη τη μικρή κόγχη της Μεσογείου με την περηφάνια, με το καμάρι των Σαλαμινομάχων, των Μαραθωνομάχων, των υπερασπιστών των Θερμοπυλών», Ελληνικός Βορράς, 4/2/1996, σελ. 4-5. Πρόκειται για μια «ανοικτή επιστολή» που έστειλε μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας ο «ακραιφνής Έλλην» Κ. Γκιουλέκας στον πρωθυπουργό της χώρας Κ. Σημίτη μετά τα γεγονότα στα Ίμια.
[6] Ελληνικός Βορράς, 28/10/1995, σελ. 5.
[7] Ελληνικός Βορράς, 3/1/1999, σελ. 5. Στην επιστολή προς τον πρωθυπουργό Κ. Σημίτη (βλ. σημείωση 5) ο Κ. Γκιουλέκας ενημερώνει τον πρωθυπουργό ότι έκανε «κάποιο λάθος για τους νεότερους» Έλληνες και συμπληρώνει: «Και δεν λάβατε υπόψη σας ότι αυτοί είναι φτιαγμένοι από την ίδια εκείνη στόφα, που γεννά τη φυλή χιλιάδες χρόνια». Ελληνικός Βορράς, 4/2/1996, σελ. 4-5.
[8] Ελληνικός Βορράς, 5/11/1995, σελ. 4.
[9] Ελληνικός Βορράς, 14/7/1996, σελ. 4. Η σύγχυση ανάμεσα στη «χιλιετία» και στη «χιλιετηρίδα» είναι πολύ συνηθισμένη. Και ο Κ. Γκιουλέκας αρκετές φορές υποπίπτει σε αυτό το λάθος. Η «κόγχη» είναι κάτι σαν ιστορική καταδίκη αυτής της φυλής, που δεν επιτρέπει λοξοδρομήσεις: «Πέρασαν αρκετές χιλιάδες χρόνια από τότε που οι πρώτοι Έλληνες πάτησαν τούτον εδώ το βράχο που λέγεται Ελλάδα και η φυλή μας έκανε πάντα τις ίδιες επιλογές. Είναι πολύ αργά για να αλλάξει σήμερα πορεία». Ο τίτλος του άρθρου από το οποίο προέρχεται το απόσπασμα είναι «Όχι άλλα χαστούκια»! Ελληνικός Βορράς, 19/10/1997, σελ. 5.
[10] Ο Κ. Γκιουλέκας δεν αντιλαμβάνεται προφανώς ότι η Ελλάδα, όπως τη θεωρεί ο ίδιος ως μια διαχρονική παρουσία, δεν ήταν πάντοτε μια μικρή χώρα. Αν θεωρήσουμε ότι η σύγχρονη Ελλάδα είναι συνέχεια του Βυζαντίου, όπως εμφανώς πιστεύει ο ίδιος, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια «μικρή κόγχη» της Μεσογείου. Στη μεγαλύτερή της διάρκεια ήταν μια υπερδύναμη της εποχής. Τα στερεότυπα της μικρής και αδύναμης χώρας μεταφέρονται για να περιγράψουν και καταστάσεις του παρελθόντος ή μήπως ο δημοσιογράφος δεν έχει πλήρη επίγνωση σε τι αναφέρεται;
[11] Σε σχόλιό του με τίτλο «Σπικάρω τα ελληνικά» ασχολείται με το πρόβλημα της γλώσσας από αφορμή τις δηλώσεις του ελληνιστή και προέδρου της Διεθνούς Ακαδημίας προς διάδοση του Πολιτισμού, καθηγητή και ποιητή Φραντζέσκο Λιγόρα, Ελληνικός Βορράς, 22/12/ 1996, σελ. 4.
[12] Η γραφή της λέξης «νεοέλληνες» με πεζό «νι» δεν είναι τυχαία. Καταγράφει τις διαρκείς μεταπτώσεις του εθνικιστή από συναισθήματα θαυμασμού και περηφάνιας για την καταγωγή του σε συναισθήματα μισαυτίας. Ο Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, έμπλεος από ένα αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στους άλλους Ευρωπαίους, μισεί τους «νεοέλληνες». Ένδειξη αυτής της μισαυτίας (μισεί εαυτόν) είναι η εσκεμμένη γραφή της λέξεως «νεοέλληνες» πάντοτε με μικρό «νι» και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις με κεφαλαίο «νι». Βλ. Ελληνικός Βορράς, 2/7/1995, σελ. 5. –Εκτός από μερικούς «άξιους νεοέλληνες» στους οποίους προφανώς συμπεριλαμβάνει ο Κ. Γκιουλέκας και τον εαυτό του, οι υπόλοιποι δεν ανταποκρίνονται στα υψηλά κριτήρια αξιοσύνης του δημοσιογράφου, ο οποίος αναγκάζεται να ζητήσει βοήθεια από το παρελθόν και καλεί διάφορα πρόσωπα της ιστορίας να έλθουν ως αρωγοί στη σύγχρονη Ελλάδα: «Που ’σαι, ωρέ Θοδωρή Κολοκοτρώνη! Που ’σαι, ωρέ Διάκο, ωρέ Καραϊσκο, ωρέ Παπαφλέσσα, ωρέ Κασομούλη! Που ’σαι ωρέ λεβέντη ανώνυμε αγωνιστή του 21! Σηκωθείτε κι ελάτε να μας βοηθήσετε τώρα, στη μιζέρια μας. Έλα Δεσποτά μας κι άναψε ένα ακόμη μπουρλότο σε μια νέα Αγία Λαύρα. Σήκωσε ψηλά το λάβαρο κι όρκισε τους πιστούς, τους αγνούς που απέμειναν σκορπισμένοι στο ατελείωτο έρμα της σύγχρονης Ελλάδος. Ελάτε κοντά μας, τώρα, που οι οχτροί είναι πιο ύπουλοι και γι’ αυτό πιο επικίνδυνοι. Ελάτε τώρα, που κινδυνεύουμε πιότερα από ποτέ, να χάσουμε στην ειρήνη όσα αποκτήσατε στον πόλεμο. Ελάτε να μας φέρετε τις χαμένες αξίες της φυλής, που καθαγιάσατε με τη θυσία σας. Τώρα χρειαζόμαστε πάλι μια παλιγγενεσία, μια πατριωτική αφύπνιση από τον λήθαργο τον βαθύ που ύπνωσε τους νεοέλληνες», Ελληνικός Βορράς, 29/3/1998, σελ. 5. Από γλωσσικής σκοπιάς —εκείνο το «ωρέ» θυμίζει το περίφημο «ωρέ Γιώργη Παπαδόπουλε»— πέρα από την καταγραμμένη μισαυτία απέναντι στους Έλληνες της εποχής μας, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ύφος που αποτελεί ένα μείγμα διαφόρων ιδιολέκτων της νέας ελληνικής. Το ψευδοδημώδες «ωρέ» που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε δύο κόσμους που ελάχιστα κοινά έχουν πλέον, η «μιζέρια» ως έννοια στιγματισμού κάθε κριτικής απέναντι στην μονομέρεια του life style και κύριο «επιχείρημα» των νεοαναδυθέντων στρωμάτων του ηδονιστικού και μεταϋλιστικού καταναλωτισμού στη δεκαετία του ’90, η έννοια της φυλής με τη ρατσιστική και φασιστική προέλευση, οι «οχτροί» και το «πιότερα» μιας νεοδημώδους ιδιολέκτου και, τέλος, η «πατριωτική αφύπνιση» —η έννοια του πατριωτισμού ως φενάκη ακόμη και του πιο ακραίου εθνικισμού— προδίδουν πέρα από την έλλειψη σταθερού υφολογικού πλαισίου και μια πλήρη ιδεολογικοπολιτική σύγχυση ενός υποκειμένου που αρνείται να προσαρμοσθεί στην εποχή του και αντιδρά.
[13] Ελληνικός Βορράς, 22/12/1996, σελ. 4. Εδώ έχουμε πάλι στοιχεία μισαυτίας, τα οποία συνοδεύονται και από τα γνωστά στερεότυπα, για τους ξένους οι οποίοι μαθαίνουν τη γλώσσα μας. Η αλήθεια είναι ότι οι ξένοι δε μαθαίνουν τη γλώσσα μας, αλλά πως κάποιοι ξένοι μαθαίνουν αρχαία ελληνικά. Μάλιστα, η εκμάθησή τους έχει περιοριστεί στα πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου. Όπως, είναι επίσης αλήθεια ότι η μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ευδοκιμεί στις χώρες αυτές ενώ είναι πολύ περιορισμένη στη χώρα μας. Τούτο, φυσικά, δεν έχει καμία σχέση με τη συμπλεγματική μεμψιμοιρία και τον μικροαστικό τρόπο που προσεγγίζει το ζήτημα ο επαρχιώτης εθνικιστής δημοσιογράφος. Ο Κ. Γκιουλέκας δίνει και «χαριτωμένα» παραδείγματα αυτής της «κατάντιας» της ελληνικής γλώσσας: «Βλέπετε, “κουλάρουμε” ως Έθνος, γιατί δεν τη “βρίσκουμε” μ’ όσα συμβαίνουν “τα παίρνουμε στο κρανίο”. Οκέι; “Κι άμα λάχει” τραβάμε και καμιά “ουισκιά” να πάνε κάτω από τα φαρμάκια. Αφού τα πάντα είναι θέμα “τάιμινγκ”»!!!
[14] Η λέξη σολοικισμός προέρχεται από την ονομασία της πόλεως της Κιλικίας, Σόλοι. Σύμφωνα με την παράδοση οι κάτοικοί της μιλούσαν ελληνικά με πολλά συντακτικά λάθη. Στην αρχαιότητα γινόταν διάκριση ανάμεσα στον βαρβαρισμό και στον σολοικισμό ή σολοικία. Ο βαρβαρισμός αφορούσε τη λανθασμένη χρήση μιας λέξης, ενώ ο σολοικισμός αφορούσε στα συντακτικά λάθη. Εμείς χρησιμοποιούμε τις δύο λέξεις στο κείμενό μας και με τη μία και με την άλλη σημασία.
[15] Αναφορικά με το δημογραφικό πρόβλημα και τη μετανάστευση προς τη χώρα μας, εκφράζει τον φόβο μήπως κάποια στιγμή «βρεθούμε μπροστά σε μια πλημμυρίδα ανθρώπων που θα εμφανίζονται σαν Έλληνες, θα είναι όργανα των κύκλων που αναφέραμε και θα προσπαθήσουν να ανατρέψουν τον πληθυσμιακό χάρτη της Ελλάδος». Ελληνικός Βορράς, 15/2/1998, σελ. 5. Διάφορες κακοσυνταγμένες φράσεις προκαλούν σάστισμα στον αναγνώστη: «Με την ευστοχία που τον διακρίνει στον λόγο του και τη σοφία που διάχυτα διαπνέει ο αρχιεπίσκοπος προέβη και ένα χαρισματικό συμβολισμό χαρίζοντας στον δήμαρχο και το νομάρχη Θεσσαλονίκης έναν ασημένιο δικέφαλο αετό τονίζοντας την σημασία του αετού ως σύμβολο της πίστεώς μας και του γένους μας». Ελληνικός Βορράς, 20/12/1998, σελ. 5. Πολλές φορές οι αιτίες που η γλώσσα περιπλέκεται και γίνεται ασαφής οφείλονται στην προσπάθεια συγκάλυψης ιστορικών συμφραζομένων που προδίδουν ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες, όπως συμβαίνει με το καθεστώς της δικτατορίας: «… μια δικτατορία, αυτή της 21ης Απριλίου του 1967. Στα επτά χρόνια της διάρκειάς της οι Έλληνες και πάλι διχάστηκαν και αυτός ο διχασμός δημιούργησε νέες εύθραυστες ισορροπίες και οδήγησε στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού μαζί με μια εθνική τραγωδία: την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο», Ελληνικός Βορράς, 3/1/1999, σελ. 5.
[16] Αν αυτό είναι μια επαρκής δικαιολογία για τη γλωσσική ανεπάρκεια του δημοσιογράφου, δε διαθέτουμε μια αντίστοιχη για τη γλωσσική ανεπάρκεια του δικηγόρου. Ή μήπως διαθέτουμε; Ενδεικτικό για τη σχέση της γλώσσας με τη σκέψη του δημοσιογράφου και δικηγόρου Κώστα Γκιουλέκα είναι ένα άρθρο του που ασχολείται με το ζήτημα της δημοκρατίας με τον τίτλο «Εξουσία και συμφέροντα στην Ελλάδα» από όπου παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα και αφήνουμε την κατανόησή του στη διακριτική ευχέρεια του κάθε υπομονετικού αναγνώστη: «Στην αρχαία Ελλάδα, η Δημοκρατία αποτελούσε το θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο στηριζόταν όλη η δομή της κοινωνίας και η λειτουργία της. Πρώτο το αρχαίο ελληνικό πνεύμα ανέδειξε αυτή τη μορφή διακυβέρνησης ως την πιο δίκαιη και ανταποκρινόμενη στο αίσθημα δικαίου και ισότητας. Χωρίς τα παραπάνω να σημαίνουν ότι η Δημοκρατία των αρχαίων ημών προγόνων πληρούσε όλους τους όρους που αυτή απαιτεί τουλάχιστον όμως, ήταν για την κοινωνική περίοδο στην οποία αναφερόμαστε κοινώς αποδεκτή και «ξεκάθαρη» υπό την έννοια ότι τα χαρακτηριστικά της ήταν εμφανή και ευδιάκριτα σε όλους είτε συμφωνούσαν είτε διαφωνούσαν. Με άλλα λόγια τα νήματα που κινούσαν τους θεσμούς ήταν ορατά. Η ιστορική διαδρομή από την μακρινή αρχαιότητα έως σήμερα έχει να επιδείξει πολλές παλινδρομήσεις στην μορφή άσκησης της εξουσίας, της οποίας τα χαρακτηριστικά, όμως, εξακολουθούν να μένουν ευδιάκριτα. Την εξουσία ασκεί είτε ο λαός, είτε ο δικτάτορας, είτε μια προεπιλεγμένη ομάδα ατόμων με ειδικά προνόμια. Ανάλογα με το κυρίαρχο όργανο που ασκεί την εξουσία καθορίζεται και η μορφή του πολιτεύματος και προσδιορίζονται τα όρια και οι δομές αυτού. Στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, όπου το χρηματιστήριο έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία, όπου η έννοια της δικαιοσύνης βάλλεται πανταχόθεν και τα νήματα που συνυφαίνουν αλλά και κινούν τον κοινωνικό μας ιστό είναι καλά καμουφλαρισμένα κάτω από εύηχους και μοντέρνους οικονομικούς ορισμούς που ξεγελάνε το αυτί χωρίς να το ενοχλούνε, η δημοκρατία που ενέπνευσε τους αρχαίους Έλληνες μοιάζει με θολό τοπίο. Ένα θολό τοπίο που μπορεί να αποπροσανατολίσει και τον πιο καλόπιστο παρατηρητή». Ελληνικός Βορράς, 7/11/1999, σελ. 5. Επαναλάβετε την προσπάθεια άλλη μια φορά και Καλή Τύχη! Τρίτη φορά μην το επιχειρήσετε, δεν βγάζει πουθενά! Πραγματικά θολό τοπίο, ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του αναλόγως με τα ελληνικά που κατέχει. Εμείς, θα προτείναμε τους αναγνώστες να μην πολυβασανιστούν γιατί δεν υπάρχει λόγος, κανένας απολύτως λόγος. Η απόλυτη … αερολογία.
Παράθεση: Γ.Μπουτάρης: “Αν δεν πάρουμε τον δήμο θα φάμε τον Γκιουλέκα στην μάπα” | Διαιτες
συζητηθηκε και εδω
http://papoylis.wordpress.com/2010/11/12/what-to-do/#comment-1217