του Μ. Τρεμόπουλου
Η επιστροφή των λύτρων που πλήρωσαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης την περίοδο της Κατοχής στους Γερμανούς, προκειμένου να απαλλαγούν από την καταναγκαστική εργασία, έχει περισσότερο συμβολική παρά οικονομική σημασία. Η στήριξη του αιτήματος, μετά την παραπομπή του από τον Άρειο Πάγο στα γερμανικά δικαστήρια, είναι επιβεβλημένη για την κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα.
Η εβραϊκή κοινότητα διεκδικεί από το γερμανικό Δημόσιο 150.000 χρυσά γαλλικά φράγκα, 38 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα και 50 εκατ. δραχμές (146.735 ευρώ), για χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Τα χρήματα είχαν δοθεί, μετά από «συμφωνία» με τον αρχηγό του Γερμανικού Επιτελείου της Θεσσαλονίκης – Αιγαίου, τον διαβόητο Mάξ Μέρτεν, ώστε να απαλλαγούν οι Εβραίοι από την καταναγκαστική εργασία, στην οποία τους είχαν υποχρεώσει οι γερμανικές αρχές κατοχής. [1]
Τι ακριβώς είχε γίνει;
Τον Ιούλιο του 1942, αμέσως μετά την καταγραφή τους, οι Εβραίοι διατάχθηκαν να παρουσιαστούν σε ομάδες των 2.000-3.000 ατόμων, προκειμένου να σταλούν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Οι εταιρείες των I. Müller και Bauteitung, εργολάβων που έφτιαχναν στρατιωτικούς δρόμους για τους Γερμανούς, ανέλαβαν την πρωταρχική ευθύνη για την εκμετάλλευση των εβραίων εργατών. Κάτω από την παρακολούθηση της γερμανικής και της ελληνικής αστυνομίας, οι εβραίοι εργάτες, αφού πρώτα απολυμάνθηκαν, στάλθηκαν με το τρένο σε διάφορους προορισμούς στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και σε κοντινές πόλεις, όπως η Βέροια και η Κοζάνη. Τα εργοτάξια οργανώθηκαν κατά μήκος των στρατιωτικών γραμμών, με διοικητές πρώην αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, κάτω από την επίβλεψη ελλήνων μηχανικών και του γερμανικού στρατιωτικού προσωπικού της Στρατιωτικής Strassenbahn. Από την αρχή οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τόσο άσχημες που αμέσως χρειάστηκαν γιατρούς. Οι εβραίοι εργάτες δεν είχαν ούτε αρκετό ούτε ικανοποιητικά θρεπτικό φαγητό και ζούσαν σε άθλια διαμερίσματα, ακόμη και στάβλους. Αναγκάζονταν να δουλεύουν σκληρά για περισσότερες από 10 ώρες την ημέρα, κυρίως σε λατομεία. Η χρήση σωματικής βίας ήταν μέρος της καθημερινής ρουτίνας. Η ζέστη του καλοκαιριού, η τοποθεσία των εργοταξίων σε ελώδεις περιοχές και η έλλειψη βασικών προϋποθέσεων υγιεινής όπως σαπούνι και φάρμακα, όλα συνέβαλαν στη διάδοση ασθενειών και επιδημιών. Με τη διακομιδή του πρώτου νεκρού στη Θεσσαλονίκη αναστατώθηκε η εβραϊκή κοινότητα και επέβαλε την άμεση παρέμβαση των αξιωματούχων της.[2]
Μέσα σε δέκα εβδομάδες, το 12% από αυτούς που οδηγήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία, είχε πεθάνει. [3] Η κατάσταση χειροτέρευε και από άλλα γεγονότα, όπως η «στράτευση» από τη Γκεστάπο των εβραίων γιατρών.
Ο νομικός σύμβουλος της Κοινότητας, Γιακοέλ, ετοίμασε ένα προσχέδιο συμφωνίας, που περιλάμβανε τα ακόλουθα σημεία: 1) Ιδρύθηκε ένα γραφείο -σύνδεσμος ανάμεσα στον υπεύθυνο αξιωματικό για την πόλη της Θεσσαλονίκης και στην εβραϊκή κοινότητα, με επικεφαλής μια τετραμελή επιτροπή από εβραίους εργάτες. Το γραφείο αυτό θα διοργάνωνε τη στράτευση των Εβραίων και θα επέβλεπε την ιατρική τους φροντίδα. 2) Η Εκτελεστική Επιτροπή είχε τη δύναμη ν’ αποφασίζει για απαλλαγές. 3) Μετά από απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής μπορούσε να δοθεί άδεια εξαγοράς της στράτευσης στα καταναγκαστικά έργα.
Στις 29 Αυγούστου, ο Dr. Merten υπέγραψε τη συμφωνία.[4] Η πρώτη δουλειά της Εκτελεστικής Επιτροπής ήταν η θέσπιση λόγων για απαλλαγή, όπως το να είναι κάποιος μοναδικό στήριγμα οικογένειας, μαθητής γυμνασίου ή φοιτητής. Η δυνατότητα εξαγοράς στρατολόγησης εγκρίθηκε τελικά με το χαμηλότερο αντίτιμο να ορίζεται στο 1.000.000 δραχμές. Υπολογίζεται ότι τις πρώτες 10 μέρες λειτουργίας του, το Γραφείο στρατολόγησε 3.000 νέους εργάτες, όρισε την άδεια εξαγοράς για 500 εργάτες και απαλλαγής για 6.000 μαθητές και 1000 ακόμη πολίτες. Σύμφωνα με το αίτημα των Γερμανών, ο I. Müller μαζί με τον πρόεδρο Σαλτιέλ και τον εγκάθετο των Γερμανών εβραίο Αλμπάλα ήταν πάντοτε παρόντες. Ο Merten επικύρωνε αμέσως τις αποφάσεις της Επιτροπής. Το ποσό που συγκεντρώθηκε από τις εξαγορές (οι εξαγορές 7.500 Εβραίων υπολογίζονται σε περίπου 7,5 δισεκατομμύρια δραχμές) επρόκειτο να κατατεθούν σε έναν ειδικό λογαριασμό της εβραϊκής κοινότητας. Ο λογαριασμός αυτός δεν έχει βρεθεί ποτέ και η εβραϊκή κοινότητα λογικά υποστηρίζει ότι τα χρήματα αυτά πρέπει να της επιστραφούν.[5]
Στο μεταξύ, η οργάνωση Todt[6], η τεχνική μονάδα του Γερμανικού στρατού, είχε στείλει Εβραίους εργάτες σε διάφορα εργοτάξια στη Χαλκιδική. Η βαναυσότητα που επέδειξαν εναντίον τους οι επιστάτες, οδήγησε σε μαζικές αποδράσεις, σε συλλήψεις και επί τόπου εκτελέσεις. Η κατάσταση έγινε τόσο δραματική ώστε αναγγελίες θανάτου έφταναν καθημερινά από τα εργοτάξια. Αναφέρθηκαν δεκάδες περιστατικά ψωρίασης ενώ οι περιπτώσεις ελονοσίας, που σε μερικές περιοχές άγγιζε το 15-20% των εργατών, έφτασε το 60% στην περιοχή του Γιδά. Ιατρική, και ειδικά φαρμακευτική περίθαλψη, ήταν ανύπαρκτες, Ρούχα και παπούτσια ήταν εντελώς φθαρμένα. Υπήρξαν μαζικές αποδράσεις εργατών και το ποσοστό θανάτων άγγιξε το 3% τους δύο πρώτους μήνες.[7]
Ο M. Merten ζήτησε από τον Σαλτιέλ να συγκαλέσει εκτάκτως τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής. Τους ανακοίνωσε τότε την ιδέα ν’ αντικατασταθούν όλοι οι εβραίοι εργάτες με εξειδικευμένους χριστιανούς, με τον όρο όμως ότι η κοινότητα θα αναλάμβανε το κόστος, το οποίο ο Merten επαναπροσδιόρισε στο ποσό των 3,5 δισεκατομμυρίων δρχ. Πρόσθεσε ότι είχε αποκαλύψει σε ορισμένους κύκλους στο Βερολίνο πως, παρά τις επανειλημμένες κρούσεις ορισμένων εχθρικών τοπικών κύκλων, δεν υπήρχε λόγος εφαρμογής του φυλετικού προγράμματος εναντίον των Εβραίων της Μακεδονίας.[8]
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα ο Merten είπε ότι αφού ήταν αδύνατο να μειωθεί το ποσό των 3.5 δισεκατομμυρίων δραχμών, θα μπορούσε να δοθούν 2 δισεκατομμύρια σε μετρητά και ως αντάλλαγμα για το υπόλοιπο 1,5 δισεκατομμύριο, οι Εβραίοι έπρεπε να παραιτηθούν από κάθε αξίωση στο εβραϊκό νεκροταφείο, το οποίο θα χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς σκοπούς. Έχοντας παίξει το τελευταίο του χαρτί, o Merten τόνισε ότι οι Εβραίοι είχαν πολλούς εχθρούς στην πόλη οι οποίοι ζητούσαν την καταστροφή του νεκροταφείου και την εφαρμογή αντισημιτικών μέτρων, κάτι που ο ίδιος διαφωνούσε να εφαρμόσει στη Μακεδονία. Εφόσον η λύση αυτή, που αφορούσε το νεκροταφείο αποτελούσε μια καινούργια πρόταση, η συνάντηση αναβλήθηκε χωρίς να έχει επιτευχθεί συμφωνία.
Τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής ξανασυναντήθηκαν με τον Merten το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου (Sabbath) και του έδωσαν γραπτά την απάντησή τους. Αυτή ανέφερε ότι το ποσό των 2 δισεκατομμυρίων ήταν δυνατό να συγκεντρωθεί μετά από ένα ορισμένο διάστημα και συνέχιζε ότι αν πράγματι στρατιωτικοί λόγοι επέβαλαν την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου, επαφίετο στον Merten ν’ αποφασίσει για την τύχη του. Υποτίθεται ότι, αφού ο Merten συνομίλησε τηλεφωνικά για το θέμα αυτό με το Αρχηγείο στο Βερολίνο, ζήτησε να συναντηθεί και πάλι με την Επιτροπή, το ίδιο εκείνο βράδυ. Όταν επέστρεψε, ο Merten έφερε ένα μικρό υπόμνημα που ανέφερε ότι το ποσό των 2 δισεκατομμυρίων δραχμών για την εξαγορά των Εβραίων που στρατεύτηκαν σε καταναγκαστική εργασία, έπρεπε να πληρωθεί από την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης στον Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή Θεσσαλονίκης και Αιγαίου, σε δόσεις, μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου. Υποσχέθηκε, επίσης, ότι θα αντικατασταθούν ακόμα και οι εργάτες που απασχολούνταν στη Todt. Η συμφωνία υπογράφτηκε στις 17 Οκτωβρίου 1942 και την επόμενη μέρα ο Γερμανός Διοικητής Θεσσαλονίκης- Αιγαίου ενημερώνει υπηρεσιακά ότι εκτός από τα δύο δισεκατομμύρια δραχμές σε μετρητά, «Η θρησκευτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης θα διαθέσει το υπόλοιπο 1,5 δις δραχμές για το Εβραϊκό νεκροταφείο. Το νεκροταφείο που βρίσκεται μέσα στη Θεσσαλονίκη, έχει μέχρι τώρα διαταράξει την οργανική δομή της πόλης και, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να εξαφανιστεί ώστε η δημόσια ασφάλεια και τάξη να διατηρηθεί. Αυτό το μέτρο λύνει το πρόβλημα που έχει απασχολήσει την ελληνική κοινωνία για πολλά χρόνια.».[9]
Η εξέλιξη αυτή κρίθηκε ως μια σημαντική επιτυχία της Συντονιστικής Επιτροπής. Σχεδόν κάθε εβραϊκή οικογένεια είχε κάποιο μέλος της στα εργοτάξια και ο αριθμός των νεκρών αυξάνονταν καθημερινά, οπότε, η συμφωνία έγινε δεκτή με ανακούφιση όχι μόνο από τους Εβραίους της πόλης αλλά και από τους Χριστιανούς.[10]
Ο Merten, που είχε πληροφορηθεί για τις εκτοπίσεις του Eichmann το 1942, γνώριζε ότι θα μπορούσε ν’ αποσπάσει περισσότερα χρήματα απ’ τους Εβραίους, αν αυτοί παρέμεναν εφησυχασμένοι. Με τη βοήθεια της Ελληνικής Σιδηροδρομικής Υπηρεσίας, οι εβραίοι γιατροί, ο Müller και 3.000 Εβραίοι από 12 απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές επέστρεψαν με ασφάλεια στη Θεσσαλονίκη.[11]
Όμως το δράμα τους μόλις άρχιζε. Ολοκληρώθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου το ποσοστό της απώλειας των Εβραίων ήταν εξωφρενικό: στην Ελλάδα έφτασε το 87% και ειδικά στη Θεσσαλονίκη το 96%, δηλ. 4 μονάδες υψηλότερο και από το Βερολίνο! Γιατί συνέβη αυτό; Εξηγεί η Ρένα Μόλχο: Οι Γερμανοί όταν πήγαιναν κάπου προσπαθούσαν να προσεταιριστούν τη φιλία και την εμπιστοσύνη του τοπικού πληθυσμού για να μπορούν να λεηλατήσουν τους διωκόμενους με την άνεσή τους. Γιατί ήξεραν ότι αν ο τοπικός πληθυσμός αντιδρούσε δεν θα μπορούσαν να διεκπεραιώσουν το έργο τους. Όπως δεν μπόρεσαν σε πολλά σημεία της Ελλάδας.[12]
Προφανώς το θέμα έχει και κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Και πρέπει να υπάρξει επανόρθωση, ηθική, πολιτική, οικονομική.
______________________________________________________
Ο Μιχάλης Τρεμόπουλος είναι εκπρόσωπος Τύπου Οικολόγων Πράσινων. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο tvxs.gr
[2] Ρένα Μόλχο, «Η γερμανική πολιτική εναντίον των εβραίων της Ελλάδας: Ο αφανισμός της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, 1941-1944», http://www.cohen.gr/hpg42.htm
[3] Ιακώβ Μπενμαγιόρ, «Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης», http://goo.gl/RMmdKO
[4] Ρ. Μόλχο, «Η γερμανική πολιτική…», ό.π.,
[5] Ρ. Μόλχο, «Η γερμανική πολιτική…», ό.π.,
[6] Ο Οργανισμός Todt ήταν μια μεγάλη τεχνική εταιρεία του Γ’ Ράιχ, που ενσωματώθηκε στο Υπουργείο Εξοπλισμών και Παραγωγής Πολέμου υπό τον Albert Speer. Από το 1942 άρχισε να χρησιμοποιεί αιχμαλώτους πολέμου και «ξένους εργάτες» (Fremdarbeiter) από τις κατεχόμενες χώρες. Στα περίπου 1,4 εκατομμύρια «εργάτες» που χρησιμοποίησε, το 1% ήταν Γερμανοί που απορρίφθηκαν από τη στρατιωτική θητεία, το 1,5% ήταν κρατούμενοι στρατοπέδων συγκέντρωσης και οι υπόλοιποι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου και εξαναγκασθέντες εργάτες, που αντιμετωπίζονταν ως σκλάβοι και πολλοί δεν κατάφεραν να επιβιώσουν. http://en.wikipedia.org/wiki/Organisation_Todt
[7] Ρ. Μόλχο, «Η γερμανική πολιτική…», ό.π.,
[8] Ρ. Μόλχο, «Η γερμανική πολιτική…», ό.π.,
[9] Έγγραφο Vw kult 4/soz 4/1261 Dr. Me/Wa -το υπογράφει εκ μέρους του Διοικητή ο Επιτελάρχης Pramann και στον αριθμό πρωτοκόλλου μνημονεύεται ο Dr. Merten. Πηγή: Yad Vashem, επίσημο έγγραφο του Διοικητικού Γραφείου του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Βερολίνου –http://www.jewishvirtuallibrary.org/jsource/Holocaust/salonika_release.html
[10] Ρ. Μόλχο, «Η γερμανική πολιτική…», ό.π.,
[11] Ρ. Μόλχο, «Η γερμανική πολιτική…», ό.π.,
[12] Ρένα Μόλχο, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή –«Ένοχη σιωπή για την εξόντωση των Εβραίων», συνέντευξη στον Γιάννη Τριανταφύλλου, «Ελευθεροτυπία», 29.10.2009