του Στάθη Λουκά από την ΑΥΓΗ της 6ης/2/2010
Yπάρχει μιά διάχυτη εκτίμηση σε συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ: ότι η επιτυχία των Οικολόγων-Πράσινων στις ευρωεκλογές, καθώς και η μερική επιτυχία στις εθνικές εκλογές, οφείλεται στο ότι «η αστική πολιτική» συνέβαλε στην «προβολή και στην πριμοδότηση των Πράσινων ως ενός εν δυνάμει κυβερνητικού εταίρου…». Αυτή η εκτίμηση τροφοδοτεί και ενισχύει την αντίσταση διαφόρων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις διαδικασίες συγκρίσεων και συγκλίσεων, σε διάφορα θέματα, μεταξύ ΣΥΝ και Οικολόγων-Πρασίνων.
Παρ’ όλο που η οικολογική αντίθεση ήρθε συνολικά στην επιφάνεια εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια, και την τελευταία δεκαπενταετία προστέθηκε και ο οικολογικός προσδιορισμός στις πινακίδες και τους τίτλους των κομμάτων, η πολιτική και θεωρητική ωρίμανση της συνολικής αριστεράς παραμένει προσκολλημένη στις προσεγγίσεις του δεκάτου ενάτου και του μέσου εικοστού αιώνα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, μέχρι το 2007, είχε υποτιμηθεί (πράγμα που ξεπερνιέται με την παρέμβαση του Μ. Παπαγιαννάκη) από τον ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ η σημασία του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Σημασία που σχετίζεται όχι μόνο με την ποιότητα της ανάπτυξης και την απασχόληση, αλλά και με ό,τι αφορά στην οργάνωση της πολιτικής, στον χώρο, στην προσέγγιση των προβλημάτων και στην προβολή τους, στα «κομβικά σημεία» στα οποία παίρνονται οι πραγματικές αποφάσεις – τυπικές και ουσίας.
«…Σημερα ζούμε σε σύνθετες κοινωνίες, στις οποίες η πολιτική έχει μια ισχυρά σύνθετη διάρθρωση. Οι χώροι της πολιτικής είναι διάσπαρτοι στον χώρο, στην κοινωνία και στον κόσμο» (Π. Ινγκράο), και το Πρωτόκολλο του Κιότο αποτελούσε και αποτελεί ένα κλειδί επικοινωνίας και παρέμβασης στη διαφορετικότητα αυτών των κομβικών χώρων.
Η ωρίμανση των προβλημάτων και η αποτυχία -πέρα από τα αναμενόμενα όρια- της Συνάντησης της Κοπεγχάγης απαιτούν από την αριστερά, και κυρίως από τη ριζοσπαστική-ανανεωτική, δύο βασικές επιλογές στην κατεύθυνση των αλλαγών, πέραν από τις προσθετικές πινακίδες και, πολλές φορές, τις μαξιμαλιστικές κορώνες.
Η πρώτη αλλαγή που είναι αναγκαία έχει να κάνει με τον προσδιορισμό ενός νέου περιγράμματος των ιδεωδών της αριστεράς (που πηγάζουν από την πραγματικότητα), ενώ η δεύτερη αλλαγή αφορά σε μια διαφορετική αντίληψη της πολιτικής, καθώς και της πρακτικής της.
Η ροή της εθνικής και διεθνούς πραγματικότητας δείχνει ότι έφτασε η στιγμή που ο ΣΥΝ πρέπει να δηλώσει καθαρά και ξάστερα ότι οι αξίες από τις οποίες ξεκινούν οι γενικές του προγραμματικές προτάσεις δεν προκύπτουν μόνο από την ανάλυση των σχέσεων -κοινωνικών, οικονομικών, ιδεολογικών και φύλου- μεταξύ ανδρών και γυναικών, που ιστορικά έγιναν ή ακόμα γίνονται από το κομμουνιστικό, σοσιαλιστικό και δημοκρατικό κίνημα.
Συμπληρώνονται και εξιδανικεύονται, αντίθετα, από την οικολογική ανάγνωση και θεώρηση της σχέσεως μεταξύ ανθρωπίνου γένους και φύσης, μεταξύ κονωνικο-οικονομικού σχηματισμού και περιβάλλοντος, δηλαδή με την οικολογική αντίθεση.
Η οικολογική αντίθεση γεννιέται από το γεγονός ότι η φύση θεωρείται σαν μέσον για την πραγμάτωση του «επί μέρους σκοπού», που είναι ο μηχανισμός της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ή του στόχου της απεριόριστης «βιομηχανιστικής» αντίληψης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» – και των υπαρκτών κομμουνιστικών ελληνικών βουλγάτων ακόμη και σήμερα.
Ο Μαρξ, που ανέλυσε τις κονωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην καπιταλιστική κοινωνία, μας άφησε τη ρήση «η εργασία είναι ο πατέρας του υλικού πλούτου και η γη είναι η μητέρα του». Μια ρήση που μας υπογραμμίζει σαν παρακαταθήκη συνειδητοποίησης τον μοναδικό ρόλο της φύσης και της δραστηριότητας μετασχηματισμού του ανθρώπινου γένους, ενώ, από την άλλη μεριά, δεν μας δείχνει τα όρια αυτής της παρέμβασης στη φύση: δεν μπορούσε ο ίδιος να τα προβλέψει.
Πέφτει λοιπόν σε μας αυτό το καθήκον να τα προσδιορίσουμε, λαβαίνοντας υπ’όψη ότι αυτή η οικολογική αντίθεση ενυπάρχει και στους δύο κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, που αναμετρήθηκαν τον περασμένον αιώνα.
Επιστημονικά, οι αρχές της θερμοδυναμικής τείνουν στην κατεύθυνση προσδιορισμού ορίων. Για πρώτη όμως φορά μια συνολική προσπάθεια προσδιορισμού γίνεται το 1972, με τη δημοσίευση «Των ορίων της ανάπτυξης» από τη «Λέσχη (επιστημόνων) της Ρώμης», για να φθάσουμε στις σημερινές -μέσα από μια σειρά Διεθνών Διασκέψεων- πιο εμπεριστατωμένες, και επιβεβαιούμενες από την εξέλιξη της πραγματικότητας, επιστημονικές προσεγγίσεις.
Για την αριστερά κομμουνιστικής προέλευσης, η οικολογική αντίθεση έρχεται στην επιφάνεια με τις παρεμβάσεις του Ε. Μπερλινγκουέρ το 1977 και 1979, με την πολιτική πρόταση της «austerità» και τις επακόλουθες αναζητήσεις και συγκρίσεις με το υπό διαμόρφωση οικολογικό κίνημα.
Για τον προσδιορισμό και τον εμπλουτισμό της πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας της αριστεράς δεν φθάνει πια να προχωρήσουμε με την προσθήκη ταμπελών, με ενσωματώσεις, με παραθέσεις αξιών πλάι σε γενικούς προσδιορισμούς («ριζοσπαστική αριστερά» και λενινιστικά κακέκτυπα) και την ενεργειακή πολιτική που διαμορφώνεται απο «οικονομική επιτροπή» κ.λπ.
Η συνάντηση της πολιτικής κουλτούρας της αριστεράς -κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής προέλευσης- με άλλες κουλτούρες που ωρίμασαν κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα έπρεπε και μπορούσε να γίνει με την πολιτισμική και κοινωνική ανανέωση της αριστεράς.
Οι αξίες της οικολογίας, όπως και εκείνες της σεξικής διαφορετικότητας (που δυστυχώς δεν ευδοκιμούν στον ΣΥΝ), είναι «εξωτερικές» σε σχέση με την πολιτισμική παράδοση της ελληνικής αριστεράς, με τη βασανιστική εξαίρεση περιορισμένων ευρωκομμουνιστικών τάσεων. Επομένως πρέπει να είμαστε περισσότερο “αυτοκριτικοί” και να μην δείχνουμε ότι διδάσκουμε τους άλλους από την “καθηγητική έδρα”, που δεν την είχαμε ούτε την έχουμε. Όμως δεν μπορεί να υπάρξει μια αριστερά του εικοστού πρώτου αιώνα χωρίς την πλήρη ανάληψη και «εσωτερικοποίησή» τους δια μέσου μιας αυτόνομης πολιτισμικής διαδικασίας, που θα διαπερνά και θα διαποτίζει την κοινωνικήν της θεώρηση και θα διαπερνάται απ’ αυτήν.
Κατά συνέπεια, η οικολογική θεώρηση της πολιτικής δεν είναι κήρυγμα για μια κοινωνία που είναι μακριά στον χρονικό ορίζοντα και που πρέπει να οικοδομηθεί μετά τη λύση «της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας». Αντίθετα, εκφράζει ανάγκες και απαιτήσεις τού, σήμερα, που είναι συγκεκριμένες, που πρέπει να γίνουν αντιληπτές στην ουσία τους, κι όχι συντεχνιακά κι επί μέρους. Απαιτεί, δηλαδή, μια αριστερή μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία, συγκρίσεις και συγκλίσεις.