Η χώρα έχει αφήσει τις δασικές της υπηρεσίες υποβαθμισμένες και θεωρεί το δάσος ως «εμπόδιο» στην «ανάπτυξη».
Άρθρο του Γ. Μπλιώνη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην τοπική εφημερίδα της Θάσου «Θασίων Γη».
Αυτές τις μέρες βρίσκονται πάλι στην επικαιρότητα οι πυρκαγιές που κατατρώνε μεγάλο μέρος του δασικού πλούτου της χώρας και στερούνε από τα παιδιά και τα εγγόνια μας πολύτιμα οικοσυστήματα της φυσικής μας κληρονομιάς. Η Θάσος έχει υποστεί τις καταστροφικές συνέπειές τους στο παρελθόν. Τέσσερις μεγάλες πυρκαγιές κατά τη δεκαετία 1984-1994 κατέκαψαν πάνω από 200.000 στρέμματα (περί το 80% της δασικής έκτασης του νησιού), αφήνοντας άθικτο μόνο το βορειανατολικό τμήμα. Οι πιο καταστροφικές ήταν αυτές του 1985 και του 1989, οι οποίες έκαψαν περί το 1/3 της έκτασης του νησιού η καθεμιά (36,6 και 33,9% αντίστοιχα). Λιγότερο καταστροφικές ήταν εκείνες του 1984 και 1993, οι οποίες έκαψαν 6,8% και 2,3% της έκτασης του νησιού, συμπληρώνοντας την καταστροφή. Πριν από αυτές, ως καταστροφικότερες σημειώνονται οι πυρκαγιές του 1938 και του 1944.
Για την πυρκαγιά του 1985, πόρισμα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ανέφερε ότι ξεκίνησε από μαρμαρολατομείο ενώ για τις πυρκαγιές του 1989 και 1993 υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις εμπρησμού. Η αλήθεια είναι ότι τα μεσογειακά πευκοδάση, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δάση Τραχείας Πεύκης όπως αυτά της Θάσου, έχουν προσαρμοστεί στη φωτιά και είναι φυσιολογικό να καίγονται κάθε περίπου 50 χρόνια, καθώς έτσι διευκολύνονται οι συνθήκες της αναγέννησής τους. Ωστόσο, τα ανθρωπογενή αίτια, είτε με κακόβουλη πρόθεση είτε από αμέλεια, δεν παύουν να έχουν μια εγκληματική διάσταση που κάνει τη συνείδηση των περισσότερων από εμάς να εξεγείρεται.
Τις ξηροφυτικές συνθήκες των ελληνικών πευκοδασών τις επιδεινώνει το «φαινόμενο του θερμοκηπίου», δηλαδή η υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας του πλανήτη από τη συσσώρρευση αερίων (κυρίως διοξείδιο του άνθρακα) που προέρχονται από την καύση ορυκτών καυσίμων, ουσιαστικά πετρελαίου και βενζίνης. Αυτά, ωστόσο, είναι γεγονότα που θα πρέπει να μας κάνουν πιο προνοητικούς και να παίρνουμε τα απαραίτητα μέτρα, ώστε οι πυρκαγιές – οποιεσδήποτε κι αν είναι οι αιτίες τους – να μην παίρνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις και να μην έχουν τραγικές συνέπειες, με απώλειες ζωών, περιουσιών και πολύτιμων εκτάσεων δάσους. Αλλά και μετά την πυρκαγιά, θα πρέπει να λαμβάνονται εκείνα τα μέτρα που θα οδηγήσουν με τον καλύτερο τρόπο στην αποκατάσταση του δάσους.
Φοβάμαι ότι σε μια χώρα που έχει αφήσει τις δασικές της υπηρεσίες απερίγραπτα υποβαθμισμένες, που δεν έχει αναπτύξει υπηρεσίες περιβαλλοντικής προστασίας ευρωπαϊκών προδιαγραφών και που θεωρεί το δάσος ως «εμπόδιο» στην «ανάπτυξη», αφήνοντας όλα τα κερδοσκοπικά συμφέροντα να δρουν ανεξέλεγκτα, ούτε προληπτικά μέτρα, αλλά ούτε και μέτρα αποκατάστασης λαμβάνονται με ικανοποιητικό τρόπο, με αποτέλεσμα η τελευταία ελπίδα του δάσους να είναι οι εθελοντές (όπως η «Πρωτοβουλία να σώσουμε τα δάση μας»), αλλά και οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες που ασκούν πιέσεις όπου είναι δυνατόν, τόσο προς τους πολιτικούς εκπροσώπους, όσο και προς τοπικές μικρονοϊκές νοοτροπίες και συμφέροντα.
Είναι κρίσιμης σημασίας το να μην ξανακαούν οι περιοχές που κάηκαν πριν 20-25 χρόνια στη Θάσο, γιατί, όπως σημειώνει και η «Πρωτοβουλία να σώσουμε τα δάση μας» στο χρήσιμο φυλλάδιό της: «Τα αναγεννημένα νεαρά δάση έχουν ντύσει ξανά στα πράσινα το νησί μας, όμως δεν έχουν ενηλικιωθεί για να ετοιμάσουν τους απογόνους τους. Μια ενδεχόμενη νέα πύρινη επίθεση, σε συνδυασμό με τα ελλιπέστατα μέτρα της Πολιτείας για τη θωράκισή τους, θα επέφερε το οριστικό ξεκλήρισμα των δασών μας. Τότε μόνο οι φωτογραφίες τους σε κάποιο μουσείο Φυσικής Ιστορίας θα μας θύμιζαν την ομορφιά τους, ξυπνώντας παράλληλα τις ενοχές μας γιατί χάσαμε ότι πολυτιμότερο είχαμε επειδή δεν τα φροντίζαμε όσο τους άξιζε».
Έχοντας αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, ήταν πολύ ευχάριστη η έκπληξη από την επίσκεψη στην έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής «Δενδροφωνία» της Α. Αγγέλου και του Δ. Βρατίδη στις Αποθήκες των Μεταλλείων, στα τέλη Ιουλίου. Τα οικολογικά μηνύματα που περνούσε και η ευαισθητοποίηση που προκαλούσε με τα καμένα δέντρα και τους ματωμένους κορμούς ήταν εξαιρετικά ενώ τα έργα ήταν ιδιαίτερα προσιτά και σε παιδιά. Οι κόρες μου πάντως άφησαν και τα δικά τους μηνύματα σε πράσινα φύλλα επάνω στο δέντρο που είχε αφεθεί για αυτόν ακριβώς το σκοπό από τους καλλιτέχνες στο κέντρο του (καμμένου και μερικώς μόνο αποκατασταθέντος, ας μην ξεχνιόμαστε!) εκθεσιακού χώρου. Αξίζουν συγχαρητήρια στον Πολιτιστικό Σύλλογο Λιμεναρίων «Το Κάστρο» για τη διοργάνωση αυτής της έκθεσης (όπως και της διπλανής έκθεσης φωτογραφίας, με ντόπια «Σύμβολα», του Γ. Στρατηγέντα). Έτσι, το φετινό καλοκαίρι είμαι λίγο πιο αισιόδοξος για το γεγονός ότι το πολιτιστικό και περιβαλλοντικό επίπεδο στο νησί αναβαθμίζεται σιγά – σιγά, όπως του αρμόζει. Χρειάζονται πολύ περισσότερες προσπάθειες βέβαια. Ωστόσο, υπάρχουν πλέον αρκετοί άνθρωποι που φροντίζουν και ακόμη περισσότεροι που τους υποστηρίζουν. Και είμαι βέβαιος ότι με την πάροδο του χρόνου αυτοί θα αυξάνονται.
Διαβάζω συνεχώς, σε εφημερίδες ότι με “λίγα λεφτά” παρέχονται από δορυφόρους ταχείες πληροφορίες για εντοπισμό πυρκαγιών 10-15-30 λεπτά από την εκδήλωση τους – στοιχεία επικινδυνότητας και εκτίμησης ζημίας. Κάτι τέτοιο λεν για το Πήλιο, δεν ξέρω αν αληθεύουν, υπάρχει μάλιστα και σύλλογος σχετικός. Βεβαίως το όλο πρόγραμμα για Νομαρχίες είναι ακριβό, κάτι σαν 200.000 €. Αξίζει αν είναι αλήθεια.
Δείτε και το http://www.aratos.gr σχετικά