Ένα άρθρο του καθηγητή Λ. Λιαροπουλου, μέλους των Οικολόγων Πράσινων, που δημοσιεύθηκε στο Βήμα του Σαββάτου.
Η δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε ΣΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ της 8ης Δεκεμβρίου, σχετικά με την Υγεία, έδειξε μία συνταρακτική πτυχή του προβλήματος της υγείας στη χώρα μας. Οι πολίτες σε σχεδόν ίσα ποσοστά εμπιστεύονται τον ιδιωτικό και το δημόσιο νοσοκομειακό τομέα «για ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας», και μάλιστα «ανεξάρτητα από το οικονομικό κόστος». Δεν ξέρω πόσοι από τους αναγνώστες το συνειδητοποιούν, αλλά η απάντηση στη δημοσκοπική αυτή ερώτηση καταρρίπτει δύο μύθους που μέχρι τώρα χρησιμοποιούσαν οι κυβερνήσεις για να αποενοχοποιηθούν, καθώς ο ιδιωτικός τομέας κέρδιζε συνεχώς μερίδιο αγοράς και μερικοί φωνάζαμε ότι «το Κράτος δεν κάνει τη δουλειά του».
Ο πρώτος μύθος είναι ότι τα ιδιωτικά νοσοκομεία τα προτιμούν όσοι θέλουν αναβαθμισμένες υπηρεσίες ξενοδοχειακού χαρακτήρα σε εύκολες περιπτώσεις, δηλαδή κάποιες πολυτέλειες, ενώ στα δύσκολα προτιμούν τα δημόσια νοσοκομεία. Από τη στιγμή που ένας στους δύο απαντά ότι προτιμά ιδιωτικό νοσοκομείο σε σοβαρό πρόβλημα, ο πρώτος μύθος μας τελείωσε. Ο δεύτερος μύθος ήταν ότι τα ιδιωτικά νοσοκομεία τα προτιμούν όσοι έχουν πολλά λεφτά ή ιδιωτική ασφάλιση. Από τη στιγμή που τα προτιμούν οι μισοί Έλληνες με μόνο το 10% ασφαλισμένους στην ιδιωτική ασφάλιση, κινδυνεύει και ο δεύτερος μύθος. Εδώ όμως, αρχίζει το πρόβλημα με τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε τα διαθέσιμα στοιχεία και πώς εκτιμούμε την πραγματικότητα, δηλαδή αυτό που συμβαίνει στην πραγματική οικονομία.
Η δημόσια δαπάνη, δηλαδή αυτή την οποία καταβάλλει το κράτος και οι δημόσιοι ασφαλιστικοί οργανισμοί και η ιδιωτική δαπάνη, δηλαδή αυτή που πληρώνει ο πολίτης από την τσέπη του δεν είναι πάντα καταγεγραμμένες σωστά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι πραγματικές. Για να δώσουμε ένα μόνο παράδειγμα, με 40% παραοικονομία στην Ελλάδα, δηλαδή �85 δις, δεν είναι καθόλου παράξενο ότι το 10% των «μαύρων» αυτών εισοδημάτων, δηλαδή �8,5 δις, κατευθύνεται σε ιδιώτες γιατρούς, ιδιωτικά νοσοκομεία και διαγνωστικά κέντρα, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και με τη νόμιμη και καταγεγραμμένη δαπάνη, όπου ξέρουμε ότι το 10% του εθνικού μας εισοδήματος κατευθύνεται στην υγεία.
Ίσως, δηλαδή ο δεύτερος μύθος να καταρρίπτεται επειδή δεν είναι μύθος, επειδή, δηλαδή, η Ελλάδα έχει πολύ περισσότερους «πλούσιους» από ότι έχει μετρήσει ο κ. Αλογοσκούφης, ίσως επειδή δεν θέλει ή δεν μπορεί να τους φορολογήσει. Για όσους από εμάς ασχολούμαστε με το θέμα, η καταγραφή και σωστή ανάλυση της δαπάνης υγείας είναι ακόμη ένα «μυστήριο» και θα παραμείνει έτσι όσο οι κυβερνήσεις δεν ασχολούνται με το θέμα.
Εδώ πρέπει να δώσουμε μία συμβουλή και στους φίλους δημοσιογράφους και τους περιστασιακούς αναλυτές, επιστήμονες και μη, των θεμάτων της υγείας. Πρέπει να κάνουν μία σαφή διάκριση μεταξύ ιδιωτικού τομέα υγείας και ιδιωτικής δαπάνης υγείας. Είναι απολύτως αληθές ότι η ιδιωτική δαπάνη στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια Από το 42%, περίπου της συνολικής δαπάνης υγείας, μέχρι το 2001 αυξήθηκε στο 57% το 2005 (μετά την αναθεώρηση του ΑΕΠ). Η ιδιωτική «τσέπη» μας, δηλαδή, πληρώνει τώρα το μεγαλύτερο μερίδιο των αναγκών μας σε υπηρεσίες υγείας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει, όπως γράφεται, ότι ο ιδιωτικός τομέας έχει σήμερα το 57% του «τζίρου» στην υγεία.
Τα έσοδα από υπηρεσίες των ιδιωτών γιατρών, των ιδιωτικών νοσοκομείων και των ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων, καθώς και της φαρμακοβιομηχανίας, δεν είναι γνωστά και πιθανόν να είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα, από την ιδιωτική δαπάνη. Απλώς δεν ξέρουμε τι εισπράττει ο ιδιωτικός τομέας, αφού στη χώρα μας, μόνη στην Ε.Ε., δεν έχουμε σύστημα καταγραφής των εθνικών λογαριασμών υγείας. Με άλλα λόγια, μεγάλο (αλλά άγνωστο) μέρος της δημόσιας δαπάνης αποτελεί εισόδημα για τον ιδιωτικό τομέα, όπως, για παράδειγμα όταν το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία (δημόσια δαπάνη) πληρώνουν τα ιδιωτικά κρεβάτια εντατικής φροντίδας (ιδιωτικά έσοδα), επειδή το δημόσιο δεν μπορεί να λειτουργήσει τα δικά του κρεβάτια που, έτοιμα και εξοπλισμένα, μένουν ανενεργά λόγω ελλείψεων στη στελέχωση των ΜΕΦ.
Η αλήθεια είναι μία και μόνη. Το κρατικό σύστημα υγείας εξελίσσεται ραγδαία σε μία άλλη Ολυμπιακή ή σε μία κρατική τηλεόραση, που τις πληρώνουμε, ανεξάρτητα από το αν τις χρησιμοποιούμε. Χρηματοδοτούμε ένα κρατικό ΕΣΥ που όλο και λιγότεροι προτιμούν, παρά το γεγονός ότι οι πολίτες το έχουν πληρώσει μία φορά με φόρους και εισφορές, και υποχρεώνουμε τον ελληνικό λαό να ξαναπληρώσει τον ιδιωτικό τομέα για να πάρει τις υπηρεσίες που χρειάζεται. Η ευθύνη των κυβερνήσεων διαχρονικά και διακομματικά είναι μεγάλη και κάποια κυβέρνηση, σύντομα, θα κληθεί να πληρώσει το «λογαριασμό», όπως γίνεται τώρα με την Ολυμπιακή.
Λ. Λιαρόπουλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Εθνικός εκπρόσωπος στον ΟΟΣΑ.