Όλο και πιο επίκαιρο γίνεται στην Ελλάδα το ζήτημα των κυβερνήσεων συνεργασίας, δηλαδή ενός πολυκομματικού κυβερνητικού συνασπισμού, καθώς η Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ το έχουν ανεβάσει στις πρώτες θέσεις της πολιτικής τους ατζέντας, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση προχωράει στην αλλαγή του εκλογικού νόμου. Μπορεί στην ελληνική πραγματικότητα ο όρος κυβέρνηση συνεργασίας ή κυβερνητικός συνασπισμός να προκαλεί ακόμη αντιδράσεις, στο εξωτερικό ωστόσο είναι μία καθιερωμένη πολιτική εδώ και δεκαετίες. Μάλιστα σε αρκετές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η κυβέρνηση συνασπισμού είναι η πιθανότερη κατάληξη μετά από μία εκλογική αναμέτρηση. Ειδικότερα χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ιταλία και η Σκανδιναβία μετρούν τουλάχιστον μισό αιώνα πολιτικής εμπειρίας με κυβερνήσεις συνεργασίας, βιώνοντας ταυτόχρονα τα θετικά και αρνητικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής πρακτικής.
Η Ιταλία
Στην περίπτωση της Ιταλίας, η αδυναμία των μεγάλων κομμάτων να προσελκύσουν αρκετές ψήφους για την ανάδειξη ισχυρών αυτόνομων κυβερνήσεων, οδήγησαν πολλές φορές στο παρελθόν στη δημιουργία πολυκομματικών κυβερνητικών συνασπισμών και εν συνεχεία σε κυβερνητική αστάθεια, εξαιτίας της πολυτάραχης πολιτικής ζωής. Οι έντονες πολιτικές αντιθέσεις είχαν ως αποτέλεσμα τη διάλυση των κυβερνήσεων συνεργασίας και ανάδειξη νέων με καινούργιο κομματικό συνδυασμό. Εξαίρεση της πολιτικής παράδοσης της Ιταλίας, αποτελεί η κυβέρνηση Πρόντι, που βρίσκεται στην εξουσία από το 2004 με την ΕΛΙΑ, έναν κεντροαριστερό πολυκομματικό συνασπισμό.
Γερμανία, Αυστρία
Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η Γερμανία, η οποία βιώνει σταθερό κοινοβουλευτικό βίο από το 1949 έως σήμερα. Καθ’ όλη την περίοδο αυτή, οι κυβερνήσεις προέρχονταν πάντα από πολυκομματική συνεργασία, ακόμη και των δύο μεγάλων παρατάξεων των Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοσοσιαλιστών – Σοσιαλδημοκρατών (CDU/CSU – SPD), όπως συνέβη το 1966 – 1969 και από το 2005 έως σήμερα. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), το οποίο συγκυβέρνησε από το 1969 έως το 1998 (1969 – 1982 με την SPD και 1982 – 1998 με την CDU/CSU) παρότι έρχονταν τρίτο κόμμα.
Η Αυστρία σαφώς επηρεασμένη από τη γείτονα Γερμανία έχει στο ιστορικό της μία σειρά κυβερνήσεων συνεργασίας, ενώ από τις 11 Ιανουαρίου 2007 την κυβέρνηση αποτελούν τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας. Ο συνήθης όρος για τη δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας που αποτελείται από τα δύο μεγάλα αντίπαλα κόμματα είναι ο «Μεγάλος Συνασπισμός». Πρόκειται για ένα μοντέλο κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης που αντιμετωπίζεται με επικριτική ματιά, καθώς άλλοτε θεωρείται ότι δεν επιτρέπει τον πραγματικό κοινοβουλευτικό και πολιτικό διάλογο, ενώ όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών στα υπουργικά συμβούλια ή μέσω της υπερμεγέθους πλειοψηφίας.
Άλλωτε θεωρείται οτι στις δυτικού τύπου δημοκρατίες ο φόβος της πολιτικής αστάθειας, με οριακές πλειοψηφίες και η ανάγκη για πολιτική ηρεμία και σταθερότητα οδηγεί σε «Μεγάλους Συνασπισμούς» ή σε συνεργασίες κομμάτων (Σοσιαλδημοκράτες με τους Ελεύθερους Δημοκράτες), που υπό κανονικές συνθήκες βρίσκονται σε πλήρη ιδεολογική αντίθεση.
Στη Σκανδιναβία
Το μοντέλο που επικρατεί είναι η συμμαχία κομμάτων, όπως συμβαίνει στη Σουηδία. Το κυβερνητικό σχήμα με το όνομα «Συμμαχία για τη Σουηδία» αποτελείται από έναν συνασπισμό κεντρο – δεξιών κομμάτων, που ένωσαν τις δυνάμεις τους για να διεκδικήσουν από κοινού τη διακυβέρνηση, κερδίζοντας τελικά τους Σοσιαλιστές στις εκλογές του 2006. Αν και η τελευταίοι παραμένουν το ισχυρότερο κόμμα στο κοινοβούλιο, η «Συμμαχία για τη Σουηδία» καταλαμβάνει τις περισσότερες έδρες.
Η «Οικουμενική κυβέρνηση» της Ελλάδας
Στην Ελλάδα η έννοια είναι ακόμη συνυφασμένη με την κυβέρνηση συνασπισμού με πρωθυπουργό τον Τζανή Τζανετάκη και την Οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα την περίοδο 1989 – 1990, δημιουργώντας έναν αρνητικό απόηχο.
Ωστόσο, η μείωση των ποσοστών των δύο μεγάλων κομμάτων στις τελευταίες εκλογές, έχει αναθερμάνει τη συζήτηση για κυβερνήσεις συνεργασίας. Με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 η συζήτηση για κυβερνήσεις συνασπισμού τέθηκε σε νέα πιο ώριμη βάση, με τον πολιτικό διάλογο να εμπλουτίζεται με την προοπτική για νέες μορφές κυβερνητικών σχημάτων.
του Νίκου Ιτσινέ nitsines@kathimerini.gr (KAΘΗΜΕΡΙΝΗ)
www.kathimerini.gr