Ρεπορτάζ της Ελένης Μπέλλου από το tvxs.gr
Ο πρώτος σπόρος βιομηχανικής κάνναβης στην Ελλάδα, φυτεύτηκε στη Βοιωτία, μετά τη νομιμοποίηση της καλλιέργειας της, τον περασμένο Απρίλιο και χθες έφτασε η μεγάλη μέρα… Η πρώτη σοδειά μαζεύτηκε! Και ήταν μια γιορτή ανοιχτή για όλους τους φίλους του φυτού!
Ο Αργύρης Μουντζούρης, ιδιοκτήτης του Κannabishop της Αθήνας και μέλος της ομάδας «Καννάβι» μίλησε στο tvxs.gr για την εμπειρία της πρώτης καλλιέργειας βιομηχανικής κάνναβης στην Ελλάδα αλλά και τα επόμενα βήματα.
Ένας μεγάλος αγώνας για ένα φυτό με μεγάλες προοπτικές
Χρειάστηκε ένας μεγάλος αγώνας για το αυτονόητο. Να νομιμοποιηθεί δηλαδή η καλλιέργεια ενός φυτού, που μπορεί να αποδειχτεί οικολογική αλλά και οικονομική σωτηρία, μετά από 60 χρόνια μιας παράλογης και ανώφελης απαγόρευσης.
Τελικά τα νομικά κωλύματα σε μεγάλο βαθμό ξεπεράστηκαν και την περασμένη άνοιξη εκδόθηκε η πολυαναμενόμενη Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) που έδωσε το πράσινο φως, ώστε να πρασινίσουν με δεντράκια κάνναβης τα πρώτα στρέμματα σε Βοιωτία, Εύβοια και Κρήτη, υπό τους αυστηρούς όρους και την εποπτεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Οι πρώτες συγκομιδές έγιναν σε Εύβοια και Κρήτη την προηγούμενη εβδομάδα. Ο θερισμός 7 στρεμμάτων στα Ψαχνά Ευβοίας της Ιταλικής ποικιλίας FIBRANOVA και ενός στρέμματος στον Κουφό Χανίων της Γαλλικής ποικιλίας FEDORA 17 από την ΚΟΙΝΣΕΠ ΚΑΝΝΑΒΙΟ είχε ενθαρρυντικά σε ότι αφορά την ποσότητα και την ποιότητα της παραγόμενης πρώτης ύλης. Στόχος τώρα για το 2017 είναι η καλλιέργεια 250 πιστοποιημένων βιολογικών στρεμμάτων από μέλη του συνεταιρισμού και η παραγωγή μιας σειράς ποιοτικών βιολογικών προϊόντων διατροφής, ευεξίας- ενδυνάμωσης και προσωπικής φροντίδας. Παράλληλα η δημιουργία μιας συνεταιριστικής μονάδας επεξεργασίας, τυποποίησης και συσκευασίας στην Εύβοια.
Και χθες έφτασε και η ώρα της Βοιωτίας.
Στις 27 Απριλίου το «Καννάβι», ένα σχήμα 7 Συνεργαζόμενων Επιχειρήσεων, με τη σπορά που έκανε σε πιστοποιημένο βιολογικό χωράφι 8 στρεμμάτων στο Ύπατο της Βοιωτίας, εγκαινίασε την επιστροφή της καλλιέργειας της ήμερης κάνναβης στην Ελλάδα. Τα μέλη του «Κανναβιού» είναι η Mystic Pizza, το Kannabishop, ο Πράσινος Πλανήτης, η Real Far, η Apipharm, η Medi Oils και το κτήμα Κτήμα Σαγματά. «Ήταν ένα πρώτο αλλά πολύ ουσιαστικό και δυναμικό βήμα. Χθες, επιτέλους θερίσαμε. Φυσικά υπήρχε συγκίνηση, χαρά, ικανοποίηση. Πάνω από 15 χρόνια προσπαθειών δεν είναι και λίγα», λέει ο Αργύρης Ματζουράνης, που δεν έδωσε μόνο αγώνα με τη γραφειοκρατία αλλά και με τη δικαιοσύνη, καθώς ως ιδιοκτήτης του Κannabishop της Αθήνας διώχθηκε πολλές φορές με κατηγορίες περί ναρκωτικών, επειδή το κατάστημα του πουλούσε ρούχα (!) από κάνναβη.
To δύσκολο πείραμα που πέτυχε
Παρά τη μεγάλη ηθική κι όχι μόνο ικανοποίηση των παραγωγών, η πρώτη σπορά κάνναβης δεν θα μπορούσε να είναι «σπαρμένη» με… ροδοπέταλα, καθώς οι νέοι αγρότες του φυτού, αν και πολύ διαβασμένοι, βάδισαν για πρώτη φορά σε ένα παρθένο τοπίο. Σε κάθε περίπτωση η φετινή χρονιά ήταν ένα πρώτο πείραμα για όσα θα ακολουθήσουν κι από ότι φαίνεται πέτυχε.
«Η σπορά έγινε πολύ αργά λόγω της καθυστερημένης έκδοσης της ΚΥΑ όπου ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις καλλιέργειάς της. Η καθυστερημένη σπορά επηρέασε ιδιαίτερα την πορεία της καλλιέργειάς μας αλλά και την ποσότητα της παραγωγής», εξηγεί ο Αργύρης.
Όπως και σε όλες τις καλλιέργειες δεν έλειψαν και τα απρόοπτα. «Όπως αποδείχτηκε αρκετές από τις πρακτικές καλλιέργειας που ακολουθούνται σε άλλες χώρες δεν είναι οι πλέον κατάλληλες για μας. Και αρκετό νερό χρειάστηκε, και βοτάνισμα έπρεπε να κάνουμε, και κάποιες προσβολές είχαμε – ευτυχώς περιορισμένες που αντιμετωπίστηκαν όλες με ήπιες μεθόδους. Μαθαίνουμε λοιπόν συνεχώς», λέει.
Το «Καννάβι» θα ξέρει σε λίγες μέρες από τώρα πόση τελικά είναι φέτος η ποσότητα καλής ποιότητας σπόρου που συλλέχθηκε. «Σε κάθε περίπτωση η παραγωγή είναι μικρότερη και δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική. Του χρόνου τα στοιχεία θα είναι περισσότερο ρεαλιστικά. Μην ξεχνάμε ότι όταν εισάγεται μία νέα καλλιέργεια απαιτούνται 2-3 χρόνια ώστε να εξαχθούν ρεαλιστικά συμπεράσματα», σημειώνει ο Αργύρης στο tvxs.gr.
Για τον λόγο αυτό το «Καννάβι» είχε εντάξει στην καλλιέργεια του ένα πρόγραμμα καταγραφής και παρακολούθησης της καλλιέργειας, συνέλεξε στοιχεία και τώρα θα παραδώσει τη μελέτη αυτή στον ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ για ερευνητικούς σκοπούς.
Η αξιοποίηση και η επόμενη μέρα
Τι θα γίνει τώρα όμως αυτή η πρώτη σοδειά που θερίστηκε;
«Η καλλιέργειά μας ήταν στοχευμένη στην παραγωγή σπόρου. Στο συνεργατικό μας σχήμα συμμετέχει μικρή μονάδα ελαιοποίησης σπόρων και βοτάνων, η οποία και θα επεξεργαστεί τον σπόρο για την παρασκευή σπορέλαιου. Παράλληλα θα αξιοποιήσουμε και τα παραπροϊόντα από την έκθλιψη (αλεύρι, φλοιός) και την καλλιέργεια (στελέχη). Το αλεύρι και ο φλοιός θα επεξεργαστούν και θα γίνουν αλεύρι, και τα στελέχη θα πάνε ένα μέρος για χαρτοπολτό και το υπόλοιπο για πέλετ», μας λέει ο Αργύρης Μουντζούρης.
Οι στόχοι για την επόμενη μέρα της καλλιέργειας στην Ελλάδα είναι οι εξής:
α) Γρήγορη ολοκλήρωση των διαδικασιών προέγκρισης της καλλιέργειας και άμεση σπορά.
β) Επιτυχής ολοκλήρωση της καλλιέργειας και ικανοποιητική παραγωγή καλής ποιότητας σπόρου.
γ) Έκθλιψη του σπόρου για την παραγωγή καλής ποιότητας σπορέλαιου και έγκρισή του.
δ) Διερεύνηση δυνατοτήτων επεξεργασίας των παραπροϊόντων από την καλλιέργεια και την έκθλιψη.
ε) Συσκευασία και τελική διάθεση των τελικών προϊόντων, που, αν και βρίσκεται στο τέλος της διαδικασίας, αποτελεί ίσως το σημαντικότερο στάδιο.
στ) Απόκτηση τεχνογνωσίας.
«Είμαστε σε πολύ καλό δρόμο καθώς υλοποιήσαμε ήδη 2 από τους στόχους μας και πειραματιζόμαστε σχετικά με την επεξεργασία των παραπροϊόντων. Το επόμενο σημαντικό βήμα είναι η έκθλιψη του σπορέλαιου και η ολοκλήρωση των διαδικασιών έγκρισής του. Για το 2017 στοχεύουμε στην αύξηση της καλλιέργειας και παραγωγής μας. Όμως αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τα αποτελέσματα από το σύνολο των φετινών δράσεών μας, καθώς αυτά θα αποτελέσουν βασικά κριτήρια επιλογής των δράσεων που θα σχεδιάσουμε για του χρόνου», δηλώνει ο Αργύρης.
«Παράλληλα, αναμένουμε και την ανάπτυξη νέων συνεργασιών με φορείς, επιχειρήσεις, ομάδες και άτομα που δραστηριοποιούνται ήδη ή πρόκειται να δραστηριοποιηθούν στο πεδίο αυτό», συμπληρώνει.
To παρεξηγημένο φυτό
Η βιομηχανική κάνναβη είναι ένα φυτό που ενώ χρησιμοποιείται για χιλιετίες, είναι ίσως το πιο παρεξηγημένο στην παγκόσμια ιστορία, παρότι έχει πάμπολλες παραδοσιακές και σύγχρονες εφαρμογές και χρησιμοποιείται για την παραγωγή ευρέος φάσματος προϊόντων, μεταξύ των οποίων τρόφιμα και ποτά, καλλυντικά και προϊόντα προσωπικής φροντίδας, συμπληρώματα διατροφής, καθώς και υφάσματα, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, νήματα, χαρτί, αλλά και κατασκευαστικά και μονωτικά υλικά.
Τα τελευταία χρόνια μια εκστρατεία ενημέρωσης και αποδαιμονοποίησης του φυτού βρίσκεται σε εξέλιξη. Έχει όμως αποτελέσματα; «Σαφέστατα έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα, όμως η προκατάληψη συνεχίζει να υπάρχει. Πιστεύουμε ότι τα αμέσως επόμενα χρόνια αυτό θα περιοριστεί και οι αξίες της βιομηχανικής κάνναβης θα αναγνωριστούν. Από την αρχή, η ενημέρωση ήταν αναπόσπαστο στοιχείο των δράσεων μας στην επαφή μας με τον κόσμο και τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι όλο και περισσότεροι είναι ενήμεροι σχετικά με το φυτό», καταλήγει ο Αργύρης.
Σημείωση, προς αποφυγή παρεξηγήσεων
Στην Ελλάδα, μαζί με την ινδική κάνναβη, που καλλιεργείται παράνομα σε ορισμένα μέρη της, έχει δαιμονοποιηθεί και η κλωστική, την ίδια στιγμή που σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδοτείται. Ποιά είναι η διαφορά της ινδικής με την βιομηχανική κάνναβη, όμως;
Η μαριχουάνα και η κλωστική κάνναβη προέρχονται από το ίδιο είδος φυτού, την Cannabis sativa, αλλά από διαφορετικές ποικιλίες. Η κάνναβη διαφέρει από γενετική άποψη. Διακρίνεται από τη χρήση και τη χημική της σύσταση, καθώς και από τις διαφορετικές πρακτικές καλλιέργειας στην παραγωγή της.
Η μαριχουάνα ανήκει στις ποικιλίες ψυχοδραστικής κάνναβης με υψηλή περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC), η οποία συγκεντρώνεται κυρίως στις ανθοφόρες κορυφές. Αντίθετα, στη βιομηχανία χρησιμοποιούνται κυρίως οι ίνες του φυτού, κοινώς το άχυρό του. Τα επίπεδα THC της μαριχουάνας είναι υψηλότερα από αυτά της κάνναβης και ανέρχονται κατά μέσο όρο σε περίπου 10 %, την ίδια στιγμή που στην βιομηχανική μορφή του φυτού, το ποσοστό αυτό κινείται περίπου στο 0,3%.