Του Γ. Μαχαίρα
Α. Οι αρνητικές διαστάσεις της κυνηγετικής δραστηριότητας
Ανεξάρτητα από το ρόλο που είχε σε παλιότερες εποχές, η κυνηγετική δραστηριότητα σήμερα κατασπαταλά άσκοπα και υπερ-καταναλώνει είδη, οικοτόπους και οικοσυστήματα, για υποτιθέμενους «λόγους αναψυχής». Αυτό για τους Οικολόγους Πράσινους αποτελεί ένα ηθικά απαράδεκτο κίνητρο, καθώς συνδυάζει την ανθρώπινη διασκέδαση με την εκμάθηση στην αφαίρεση της ζωής ανυπεράσπιστων πλασμάτων και κατά συνέπεια στην ενίσχυση βάρβαρων ενστίκτων και στην προώθηση μιας βίαιης κουλτούρας.
Το κυνήγι, επίσης, ενέχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις για τη βιοποικιλότητα, όχι μόνο μέσω της άμεσης θανάτωσης και μείωσης ορισμένων πληθυσμών, αλλά και γιατί η προκαλούμενη όχληση (ιδιαίτερα στα υδρόβια πουλιά) επηρεάζει αρνητικά την κατανομή των ειδών και την τροφοληψία τους, αυξάνει το ενεργειακό κόστος των μετακινήσεων, προκαλεί αλλαγή συμπεριφοράς, κ.ά. Καθώς δεν υπάρχουν μόνο «θηράματα» στη φύση, το κυνήγι επηρεάζει άλλα συνυπάρχοντα είδη, μέσα σε έναν αλληλοεπηρεαζόμενο οικότοπο.
Σημαντικό είναι και το ζήτημα της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης από τα μολυβδούχα σκάγια που χρησιμοποιούνται στο κυνήγι. Τα αρπακτικά προσλαμβάνουν το μόλυβδο από τα σκάγια που μπορεί να περιέχονται σε θηράματα ή νεκρά ζώα με τα οποία τρέφονται ενώ άλλα είδη τα προσλαμβάνουν αντί κόκκων άμμου ή χαλικιού τα οποία είναι απαραίτητα για την πέψη της τροφής τους. Ιδιαίτερα στους υγροτόπους όπου η ένταση του κυνηγιού είναι συχνά πολύ υψηλή, τα μολύβδινα σκάγια συσσωρεύονται στην επιφάνεια των ιζημάτων σε υψηλές πυκνότητες αποτελώντας θανάσιμο κίνδυνο για τα υδρόβια είδη. Ανικανότητα πτήσης και μετακίνησης στο έδαφος, αδυναμία και χάσιμο βάρους είναι τα συμπτώματα που συχνά οδηγούν στον θάνατο εκατοντάδες ή και χιλιάδες πουλιών κάθε χρόνο.
Αρνητικές επιπτώσεις έχουν παρατηρηθεί και εις βάρος συνανθρώπων μας, όπως τραυματισμοί άλλων κυνηγών και δεκάδες ατυχήματα, ακόμη και με παιδιά. Γενικότερα, το κυνήγι λειτουργεί αποτρεπτικά στην απόλαυση της φύσης από όλους τους «πολίτες μη-κυνηγούς», και αφαιρεί το αντίστοιχο δικαίωμα στην αναψυχή από άλλους ανθρώπους που θέλουν να επισκεφτούν τις περιοχές αυτές.
Σε μια περιοχή που επιτρέπεται η κυνηγετική δραστηριότητα, όχι μόνο ο οικοτουρισμός αλλά καμία άλλη ταυτόχρονη δραστηριότητα δεν μπορεί να διεξαχθεί (παρά μόνο αυτή του θύματος!). Εύλογα μας δημιουργείται η απορία για το πόσο τελικά η κυνηγετική δραστηριότητα ωφελεί τον τουρισμό και τις τοπικές κοινωνίες, αφού όπου συντελείται αποκλείεται η προσέλκυση άλλων τουριστών που πιθανά θα ωφελούσαν περισσότερο τις τοπικές οικονομίες.
Β. Η θεώρηση του κυνηγιού από τους Οικολόγους Πράσινους
Οι Οικολόγοι Πράσινοι αναγνωρίζουμε ότι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τα Πουλιά (79/409/ΕΟΚ) καθώς και το «έγγραφο κατευθύνσεων για τη θήρα» που εκδόθηκε ως «οδηγία για τα πτηνά» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Φεβρουάριο του 2008, αλλά και την ελληνική νομοθεσία, αναγνωρίζεται πλήρως η νομιμότητα της θήρας αγρίων πτηνών ως μορφή βιώσιμης χρήσης.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι αναγνωρίζουμε ότι το κυνήγι είναι μια διαδεδομένη δραστηριότητα στην Ελλάδα, με ρίζες στη ελληνική παράδοση, πράγμα που θα κάνει μακρύ το δρόμο της κατάργησής του. Επειδή, όμως, η παραδοσιακή χροιά του δεν είναι αρκετό/ικανό επιχείρημα για τη μοιρολατρική αποδοχή και συνέχισή του και μας βρίσκει ιδεολογικά και ηθικά αντίθετους, οι Οικολόγοι Πράσινοι θα χρησιμοποιήσουμε κάθε δημοκρατικό μέσο πειθούς, κάθε λογικό και οικολογικό επιχείρημα πολιτικής πίεσης, προκειμένου να πετύχουμε οποιαδήποτε βελτίωση της σημερινής κατάστασης των «κυνηγετικών ρυθμίσεων», ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της κυνηγετικής δραστηριότητας στους πληθυσμούς των «άγριων ζώων» και στην ελληνική φύση.
Στις σύγχρονες κοινωνίες, το κυνήγι πρέπει να υπόκειται στον κοινωνικό και επιστημονικό έλεγχο, υποβαλλόμενο στους κανόνες της «αειφορίας» και της βιωσιμότητας, σαν όλες τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες που καταναλώνουν φυσικούς πόρους, όπως η επαγγελματική αλιεία, η κτηνοτροφία, η γεωργία κ.λπ. Υπό αυτό το πρίσμα, ακολουθούν οι συγκεκριμένες προτάσεις μας.
Γ. Προτάσεις
1. Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου
Το νομικό πλαίσιο που καθορίζει την κυνηγετική δραστηριότητα αποτελείται βασικά από το αναχρονιστικό ΝΔ 86/1969 και πρέπει επιτέλους να αναμορφωθεί ενσωματώνοντας στο εθνικό δίκαιο τις σύγχρονες αντιλήψεις, τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις και τις κοινοτικές οδηγίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αυθαίρετη θέσπιση κλιμακωτών ημερομηνιών λήξης του κυνηγιού για τα υδρόβια είδη (για κάποια είδη λήγει στις 31/1 και για κάποια άλλα στις 10/2) που παραβιάζουν ευθέως όχι μόνο την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, αλλά και τις βασικές αρχές διαχείρισης περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η θεσμοθέτηση κλιμακωτών ημερομηνιών είναι δυνατή μόνο εάν ένα κράτος μέλος έχει υποβάλλει μελέτες που αποδεικνύουν ότι δεν θα υπάρχει σύγχυση των ειδών και ενόχληση από τους κυνηγούς στα υπόλοιπα μη θηρεύσιμα είδη που έχουν εισέλθει στη φάση αναπαραγωγής ή μετανάστευσης. Ωστόσο πρόσφατη έρευνα του ΕΘΙΑΓΕ που χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα και αναφέρει ρητά ότι «οι κλιμακωτές ημερομηνίες που αναφέρονται στις ετήσιες ρυθμιστικές διατάξεις για το κυνήγι δεν τηρούνται στην πράξη» καθώς και ότι «η αδυναμία έγκαιρου προσδιορισμού των ειδών κατά τη διάρκεια του κυνηγιού έχει αποτέλεσμα τη θήρευση μεγάλου αριθμού πουλιών των οποίων η θήρα μπορεί να απαγορεύεται κάποιες περιόδους»[1].
Προτείνουμε λοιπόν να καταργηθούν οι κλιμακωτές ημερομηνίες και να οριστεί η 31η Ιανουαρίου ως ημερομηνία λήξης του κυνηγιού για όλα τα είδη.
2. Ολοκληρωμένος σχεδιασμός
Οι Οικολόγοι Πράσινοι πιστεύουμε ότι η λήψη αποσπασματικών μέτρων και η συνεχής υποχώρηση στις πιέσεις του κυνηγετικού λόμπυ δεν είναι δυνατό να συμβάλλουν στην κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος. Χρειάζεται ένας επανακαθορισμός των όρων άσκησης του κυνηγιού που θα προκύψει από μια ευρεία συμμετοχική διαδικασία διαλόγου όλων των ενδιαφερομένων, κυνηγετικών, περιβαλλοντικών και επιστημονικών φορέων. Έτσι ώστε οι όροι άσκησης του κυνηγιού να συμβαδίζουν και να σέβονται τις ανάγκες διαχείρισης του περιβάλλοντος και όχι να εξυπηρετούν μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ψηφοθηρικούς σκοπούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα πιέσεων αποτελούν οι ρυθμίσεις για το κυνήγι του αγριογούρουνου. Μέχρι και το 2007-8 το δικαίωμα θήρευσης περιοριζόταν σε δύο άτομα ανά ομάδα, το 2008-9 αυξήθηκε στα τρία άτομα και στη φετινή ρυθμιστική 2009-10 αυξήθηκε στα 4 άτομα! Με ποια λογική και με βάση ποιες μελέτες; Μήπως διπλασιάστηκε σε 2 χρόνια ο πληθυσμός του αγριογούρουνου;
Έτσι επιδιώκουμε τακτικό και επιστημονικό προσδιορισμό των πληθυσμών κάθε θηρεύσιμου είδους, πλήρη παρακολούθηση και εποπτεία, όπως και ενεργητική αποφυγή των επιπτώσεων του κυνηγιού σε άλλα είδη της ελληνικής πανίδας, όπως και στους οικοτόπους τους. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να καθοριστούν τα όρια του πληθυσμού κάθε θηρεύσιμου είδους στο επίπεδο της φέρουσας ικανότητας κάθε περιοχής, ώστε να διασφαλίζεται η αειφορική του διατήρηση. Αυτά τα όρια θα πρέπει να επαναπροσδιορίζονται τακτικά, με βάση επιστημονικές μελέτες.
Ο συντονισμός της έρευνας, του σχεδιασμού, της υλοποίησης μέτρων διατήρησης/προστασίας και της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων θα πρέπει να γίνεται από αρμόδιο κρατικό φορέα υπό την εποπτεία του ΥΠΕΚΑ, που πρέπει να θεσμοθετηθεί άμεσα (πχ Οργανισμός Διαχείρισης Άγριας Πανίδας), σε συνεργασία με αντίστοιχα Πανεπιστημιακά τμήματα Βιολογικής και Δασολογικής κατεύθυνσης και με σχετικά Ερευνητικά Ινστιτούτα (π.χ. ΕΘΙΑΓΕ). Είναι ευνόητο ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση του φορέα, από τα ποσά που εισπράττονται για την έκδοση αδειών κυνηγιού, όπως και η επαρκής επιστημονική του στελέχωση.
Η υλοποίηση των απαιτήσεων εφαρμογής των Ευρωπαϊκών οδηγιών προκειμένου να εξασκηθεί το κυνήγι, προϋποθέτει και απαιτεί άμεσα, την κατάρτιση μιας «Εθνικής Στρατηγικής για το κυνήγι» αλλά και «Εθνικού Προγράμματος Παρακολούθησης των επιπτώσεων του κυνηγιού» που θα ρυθμίζουν αποτελεσματικά την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων στην άγρια πανίδα και στην διατήρηση της βιοποικιλότητας στη χώρα μας.
Η Εθνική Στρατηγική θα πρέπει να εξειδικεύεται με την εκπόνηση «σχεδίων διαχείρισης της θήρας» ανά περιφέρεια που θα καθορίζουν την φέρουσα ικανότητα της κάθε περιοχής και θα προτείνει τον ανώτατο αριθμό αδειών που θα μπορούν να εκδίδονται κάθε έτος και το μέγεθος της κυνηγετικής επιτρεπόμενης κάρπωσης κάθε είδους ανά κυνηγό. Απόλυτη προτεραιότητα θα έχουν οι κάτοικοι της περιφέρειας, ειδικά των χωριών ή μικρών αστικών κέντρων και μετά τη συμπλήρωση του καθορισμένου αριθμού θα σταματούν οι εκδόσεις αδειών. Στο πλαίσιο αυτό προτείνουμε την κατάργηση της γενικής («ισχύουσα δι’ ολόκληρον την επικράτειαν») άδειας κυνηγιού και την εξέταση της πιθανότητας έκδοσης νέας «ειδικής άδειας» που να προσδιορίζει τόσο το συγκεκριμένο είδος ή ομάδα ειδών που κυνηγάει κανείς όσο και την περιοχή (π.χ. άδεια κυνηγιού αγριογούρουνου/ λαγού/ πτηνών/ υδροβίων κτλ στην περιοχή αρμοδιότητας του τάδε Δασαρχείου).
Το κόστος απόκτησης άδειας κυνηγιού χρειάζεται να αυξηθεί άμεσα και σημαντικά, σε όλα τα επίπεδα (άδεια τοπική, περιφερειακή, εθνική), με βάση το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος της δραστηριότητας, ενσωματώνοντας σε αυτό το κόστος ολοκληρωμένης διαχείρισης του κυνηγιού, καθώς και του κόστους αντιστάθμισης – αποκατάστασης του περιβάλλοντος.
Θα μπορούσε στα επόμενα χρόνια να καταρτιστεί ένα συνολικότερο Χωροταξικό Σχέδιο Θήρας, το οποίο θα περιλαμβάνει ελεγχόμενες, φυλασσόμενες, σαφώς οριοθετημένες περιοχές κυνηγετικής δραστηριότητας, με συγκεκριμένες προσβάσεις εισόδου και εξόδου, με εξειδικευμένο προσωπικό και με έσοδα από τα τέλη πρόσβασης, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
Μέχρι να ολοκληρωθεί αυτό το δίκτυο ελεγχόμενων περιοχών κυνηγετικής δραστηριότητας θα πρέπει να γίνει επέκταση των Καταφυγίων Άγριας Ζωής, με βάση το πνεύμα του Ν. 2637/98, ώστε να καλύψουν όλες τις περιοχές που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την άγρια ζωή, κυρίως την ορνιθοπανίδα και επηρεάζονται άμεσα από το κυνήγι. Επίσης, θα πρέπει να θεσπιστεί πιο αυστηρό και συγκεκριμένο πλαίσιο διαχείρισης των ΚΑΖ, με βάση το πνεύμα του Ν. 2637 και της Οδηγίας 79/409 για την προστασία των πουλιών.
Παράλληλα, πρέπει να απαγορευτεί το κυνήγι άμεσα σε περιαστικούς βιότοπους (όπως δάση και μικροί υγρότοποι) που χρησιμοποιούνται από πλήθος πολιτών ως τόποι αναψυχής ή σε υγρότοπους με μεγάλη επισκεψιμότητα.
Επίσης, θα μπορούσαν να υπάρξουν ρυθμίσεις για μόνιμη ή τουλάχιστον 5ετή απαγόρευση της θήρας κάποιων ειδών, οι πληθυσμοί των οποίων έχουν πλέον απομειωθεί σε επίπεδο σχεδόν μη αναστρέψιμο (π.χ. Πετροπέρδικα, η οποία πλέον θεωρείται προστατευόμενο είδος και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ). Αντίστοιχα προτείνουμε την απαγόρευση κυνηγιού της Ασπρομέτωπης χήνας στον Έβρο και την Κερκίνη (όπου τα δύο είδη συνυπάρχουν), καθώς υπάρχει ο κίνδυνος θανάτωσης της παγκοσμίας απειλούμενης Νανόχηνας, λόγω της δυσκολίας αναγνώρισης, όπως έδειξε το αποδεδειγμένο κρούσμα λαθροθηρίας στην Κερκίνη την περίοδο 2007-8.
3. Αντιμετώπιση της λαθροθηρίας
Η λαθροθηρία αποτελεί μια ιδιαίτερα διαδεδομένη και εκτεταμένη εκτιμούμε, παράνομη δραστηριότητα, με πολύ σοβαρές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, καθώς διεξάγεται σχεδόν ανεμπόδιστα λόγω της ανυπαρξίας κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού. Με την αποδυνάμωση της δασικής υπηρεσίας τα τελευταία χρόνια το πρόβλημα αυτό έχει γιγαντωθεί και πλέον η τήρηση έστω και των σημερινών ελλιπών διατάξεων για το κυνήγι καθίσταται ουσιαστικά ανέφικτη. Έτσι σήμερα η λαθροθηρία διεξάγεται τόσο εκτός κυνηγετικής περιόδου (φαινόμενο ιδιαίτερα έντονο στην Δυτική Ελλάδα), όσο και σε καταφύγια άγριας ζωής ή προστατευόμενες περιοχές, ενώ συχνά παρατηρείται και η θήρευση προστατευόμενων ειδών (κάποια από αυτά παγκοσμίως απειλούμενα όπως η Βαλτόπαπια και η Νανόχηνα) που εν μέρει οφείλεται στην έλλειψη εκπαίδευσης των κυνηγών και στην αδυναμία έγκαιρου προσδιορισμού.
Αντί να επιλύσει το μεγάλο αυτό πρόβλημα η Πολιτεία εκχωρεί πλέον μια σαφή συνταγματική της υποχρέωση σε ιδιώτες, όπως συνέβη, το φετινό καλοκαίρι, με την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων φύλαξης στην Ομοσπονδιακή Θηροφυλακή της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας. Όπως χαρακτηριστικά σημείωναν σε κοινό δελτίο τύπου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των δασολόγων, δασοπόνων και δασοφυλάκων δημοσίων υπαλλήλων (οι οποίοι έχουν προσφύγει και στο ΣτΕ και αναμένεται ο έλεγχος της σχετικής απόφασης): «Η δασική πολιτική και η δασοπολιτική επιτήρηση του Κράτους πρέπει να ασκείται α π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ά από δημόσια αρχή. Δεν είναι δυνατόν να ανατίθενται καθήκοντα διαχείρισης, προστασίας, εκμετάλλευσης κλπ. του δάσους και του φυσικού περιβάλλοντος, σε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι υποκαθιστώντας τις λειτουργίες του κράτους, το μόνο που κατορθώνουν είναι να δημιουργούν σύγχυση στους πολίτες, με τη διασπορά αρμοδιοτήτων και καθηκόντων και σπατάλη πόρων, μέσων και προσωπικού, με το να λειτουργούν απρογραμμάτιστα, ασύνδετα και αποσπασματικά. Το μόνο που είναι βέβαιο με την πρακτική αυτή, είναι ότι στο τέλος την πληρώνουν ακριβά τα δασικά οικοσυστήματα της χώρας».
Οι Οικολόγοι Πράσινοι πιστεύουμε ότι είναι υποχρέωση της Πολιτείας να δημιουργήσει έναν αποτελεσματικό κρατικό ελεγκτικό μηχανισμό, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος «Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι υποχρέωση του κράτους». Επιπλέον η υποχρέωση αυτή πρέπει να αποτελεί εθνική προτεραιότητα. Για το λόγο αυτό προτείνουμε την άμεση δημιουργία ενός ειδικού σώματος «Φύλαξης Περιβάλλοντος» (ενδεχομένως με την αναβάθμιση της Δασοφυλακής) στο οποίο μπορούν να απορροφηθούν και τα στελέχη της υπό κατάργηση αγροφυλακής. Το νέο αυτό σώμα πρέπει να έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό και τις υποδομές ώστε να λειτουργήσει ως ένστολο σώμα ασφαλείας με αισθητή παρουσία στην ύπαιθρο όλο το εικοσιτετράωρο και ανεξαρτήτως αργιών ή σαββατοκύριακων. Η φύλαξη θα μπορεί να γίνεται με την συνεργασία της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής (καθώς η Κυνηγετική Συνομοσπονδία έχει φυσικά το δικαίωμα να διατηρεί τους ιδιωτικούς της φύλακες) και τους φύλακες των Φορέων Διαχείρισης.
4. Καθιέρωση νέου συστήματος ποινών για τους λαθροθήρες
Το υπάρχον σύστημα απονομής δικαιοσύνης για τους λαθροθήρες, με τις δίκες να γίνονται ακόμα και χρόνια μετά την παράβαση, είναι αργό, δυσκίνητο και με πολλές δυνατότητες αποφυγής της ποινής, με αποτέλεσμα οι λαθροθήρες να παραμένουν ουσιαστικά ατιμώρητοι. Προτείνουμε τον εκσυγχρονισμό του συστήματος με την καθιέρωση «τσουχτερών» χρηματικών προστίμων που θα βεβαιώνονται επί τόπου (όπως με τα πρόστιμα της τροχαίας) και θα πληρώνονται σε κάποιο δημόσιο ταμείο με τις γνωστές επιπτώσεις σε περίπτωση μη καταβολής. Προτείνουμε, επίσης, καθιέρωση συστήματος αθροιστικών ποινών (point system) που θα διπλασιάζει το πρόστιμο σε περίπτωση νέας παράβασης και θα οδηγεί στην οριστική αφαίρεση της άδειας μετά από συγκεκριμένο αριθμό παραβάσεων και ανάλογα με την βαρύτητα κάθε περιστατικού. Τα έσοδα από τα πρόστιμα μπορούν να αποδίδονται στον αρμόδιο κρατικό φορέα που ήδη προτείνουμε (Οργανισμός Διαχείρισης Άγριας Πανίδας) και σε περιπτώσεις προστατευόμενων περιοχών ένα ποσοστό να αποδίδεται στους Φορείς Διαχείρισης.
Για ιδιαίτερες περιπτώσεις, π.χ. παράνομη θήρευση ορισμένων σπάνιων ή απειλούμενων ειδών, σε καταφύγια άγριας ζωής ή προστατευόμενες περιοχές, θα πρέπει να προβλέπεται ποινή φυλάκισης, μη εξαγοράσιμη.
5. Εκσυγχρονισμός του νομικού πλαισίου περί όπλων
Ο νόμος 2168/1993 ορίζει ότι «η οπλοφορία με κυνηγετικά όπλα απαγορεύεται, εκτός των περιπτώσεων της χρήσης για άσκηση θήρας ή σκοποβολής». Στην πράξη όμως, άδειες αγοράς και κατοχής μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε καθώς στα απαιτούμενα δικαιολογητικά δεν περιλαμβάνεται η κατοχή κυνηγετικής άδειας ή εγγραφή σε σκοπευτικό σύλλογο. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι ούτε η πολιτεία γνωρίζει τον αριθμό των κυνηγετικών όπλων που κυκλοφορούν, καθώς η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 3 του Ν. 2168/1993 προθεσμία εφοδιασμού με Άδεια Κατοχής Κυνηγετικών Όπλων, κατόχων τέτοιων όπλων, που δεν έχουν δηλωθεί στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, μετά από διαδοχικές παρατάσεις λήγει την 23-12-2009.
Βάσει των στοιχείων της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας της ΕΛ.ΑΣ., στο τέλος του 2006, ο αριθμός αδειών κατοχής ανέρχονταν σε 1.204.500, ενώ σήμερα, σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων, ο πραγματικός αριθμός των κυνηγετικών όπλων εκτιμάται σε περισσότερα από 2 εκατομμύρια. Και ενώ οι «δηλωμένοι» κυνηγοί δεν υπερβαίνουν τις 230.000 είναι καίριο το ερώτημα σε ποια χέρια βρίσκονται τα υπόλοιπα όπλα και για ποιο λόγο το κράτος χορηγεί άδειες σε άτομα που δεν έχουν σχέση με το κυνήγι ή τη… σκοποβολή;
Είναι χαρακτηριστικό ότι η προσπάθεια αυστηροποίησης των όρων απόκτησης, μέσω της αναθεώρησης της ισχύουσας νομοθεσίας «πάγωσε», προφανώς με την πίεση του λόμπυ κατασκευαστών-εμπόρων κυνηγετικών όπλων, και το προσχέδιο του νέου νόμου «περί όπλων» παραμένει επί σειρά ετών ανενεργό, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι η πολιτεία έμμεσα συνηγορεί στην δυνατότητα οπλοκατοχής του καθενός, με συνέπειες όχι μόνο την αύξηση της λαθροθηρίας αλλά και της εγκληματικότητας.
Προτείνουμε την άμεση επεξεργασία και κατάθεση στη Βουλή νέου αυστηροτέρου νόμου «περί όπλων» που θα επιτρέπει την κατοχή μόνο σε κατόχους αδειών κυνηγιού ή σε μέλη σκοπευτικών συλλόγων.
Τέλος, προτείνουμε τη σφράγιση των κυνηγετικών όπλων μετά την λήξη κάθε κυνηγετικού περιόδου, τη σφράγιση όλων των κυνηγετικών όπλων που βρίσκονται σε χέρια μη κυνηγών, καθώς και να απαγορευτεί η χρήση μολύβδινων σκαγιών.
6. Εκπαίδευση των νέων κυνηγών
Σημαντικό θέμα αποτελεί και το σύστημα εκπαίδευσης των νέων κυνηγών. Οι εξετάσεις σήμερα, αποτελούν μια τυπική γραφειοκρατική διαδικασία, διενεργούνται από «Επιτροπή Κρίσεως Νέων Κυνηγών» που αποτελείται από δύο εκπροσώπους του Δασαρχείου και έναν εκπρόσωπο Κυνηγετικού Συλλόγου και για να επιτύχει κάποιος θα πρέπει να απαντήσει σωστά σε εννέα από τις δέκα ερωτήσεις ενός από τα 10 φύλλα του τυποποιημένου ερωτηματολογίου. Στο ερωτηματολόγιο αυτό οι ερωτήσεις που αφορούν είδη πανίδας είναι ένα μικρό ποσοστό (περίπου 30%) και δεν λείπουν και τα λάθη, καθώς δεν ανανεώνεται κάθε χρόνο ώστε να παρακολουθεί τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ρυθμιστικής. Ως αποτέλεσμα, οι νέοι κυνηγοί είναι ουσιαστικά χωρίς εκπαίδευση και συχνά γίνονται λαθροκυνηγοί λόγω αδυναμίας έγκαιρου ή/και λανθασμένου προσδιορισμού των ειδών.
Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο εξεταστικό σύστημα που θα περιλαμβάνει εκπαιδευτικά σεμινάρια αναγνώρισης ειδών αλλά και βασικές γνώσεις ζωολογίας, οικολογίας και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος καθώς επίσης και να ενισχυθεί ο ελεγκτικός μηχανισμός της διεξαγωγής των εξετάσεων. Αντίστοιχα, θα πρέπει να υπάρχουν και επιπλέον εξετάσεις καταλληλότητας που να σχετίζονται με την ψυχολογική αρτιότητα του αιτούντος, αντίστοιχα με αυτό της αστυνομίας και της άδειας οπλοκατοχής, όπως ισχύει σε άλλες χώρες.
Η εκπαίδευση των νέων αλλά και των παλαιότερων κυνηγών πρέπει να είναι διαρκής και να περιλαμβάνει και πρακτικό μέρος στις περιοχές που οι ίδιοι έχουν επιλέξει. Αυτό μπορεί να αφορά συμμετοχή σε εργασίες διαχείρισης της περιοχής (π.χ. για πυροπροστασία), αναγνώριση οικολογικά ευαίσθητων και σημαντικών ειδών και σχηματισμών, ενώ πρέπει να περιλαμβάνει την συμμετοχή στην αποκατάσταση όποιων αλλαγών έχουν προκληθεί από τις κυνηγητικές δραστηριότητες (π.χ. απομάκρυνση των απορριμμάτων κ.λ.π.).
7. Συμπληρωματικά μέτρα
Επειδή υπάρχει πληθώρα τραυματισμένων πουλιών κάθε χρόνο, κυρίως από το κυνήγι, αλλά και άλλων ζώων, χωρίς να επαρκούν τα ήδη υπάρχοντα «Κέντρα Περίθαλψης Άγριων Ζώων», πρέπει να υπάρξει κρατική μέριμνα για την ενίσχυση αυτών και τη δημιουργία νέων, σε κάθε Περιφέρεια της χώρας, με επιστημονικό έλεγχο, συντονισμό και δικτύωση μεταξύ τους, σε συνεργασία με τις κρατικές υπηρεσίες, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, με πόρους από το Ταμείο Θήρας.
Επειδή συνεχίζουν να παρατηρούνται εντελώς ακατάλληλα περιστατικά «εκτροφής και απελευθέρωσης θηραματικών ειδών» (αγριογούρουνα, φασιανοί, πέρδικες, λαγοί) από Κυνηγετικούς Συλλόγους, χωρίς την απαραίτητη επιστημονική επίβλεψη, πρέπει να επανεξεταστεί η αναγκαιότητα αυτής της δραστηριότητας και πιθανά να υπάρξει απαγόρευσή της. Αν κριθούν σκόπιμες τέτοιες δράσεις στο πλαίσιο ευρύτερων προγραμμάτων αποκατάστασης της άγριας πανίδας, θα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρό, κεντρικό επιστημονικό έλεγχο. Θα πρέπει επίσης, να χρηματοδοτηθούν ερευνητικά προγράμματα για τη διαπίστωση του βαθμού γενετικής επιμόλυνσης ντόπιων ειδών και πληθυσμών από άτομα τα οποία απελευθερώθηκαν με πρωτοβουλία κυνηγετικών οργανώσεων, ώστε να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα περιορισμού της γενετικής αλλοίωσης και υποβάθμισης. Κι αυτό γιατί η γενετική αλλοίωση ενέχει κινδύνους μειωμένης προσαρμοστικότητας και αυξημένης θνησιμότητας για τα ντόπια είδη.
Το ίδιο αυστηροί έλεγχοι θα πρέπει να γίνονται και σε περιπτώσεις παράνομων συλλήψεων άγριων ζώων.
Η επανεξέταση της διαδικασίας πληρωμής τελών για την απόκτηση κυνηγετικής άδειας είναι αναγκαίο να διαχωριστεί πλήρως από την διαδικασία πληρωμής συνδρομών σε κυνηγετικούς συλλόγους και συνομοσπονδίες. Προτείνουμε αύξηση των τελών κυνηγετικής άδειας και διαφανή χρήση των πόρων αυτών σε δασικές περιβαλλοντικές δράσεις.
Απαραίτητη επίσης κρίνεται η ενίσχυση με νέο προσωπικό και η εκπαίδευση των υπηρεσιακών παραγόντων στην παράνομη αγοραπωλησία ειδών και σε όλα τα άρθρα της συνθήκης CITES (για το διεθνές εμπόριο απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας) καθώς και στην σχετική νομοθεσία που περιλαμβάνει την προστασία ειδών, οικοτόπων και οικοσυστημάτων καθώς και της φύσης γενικότερα.
Δ. Πρωτοβουλίες ευαισθητοποίησης και διαλόγου των Οικολόγων Πράσινων
Συμπληρωματικά των παραπάνω προτάσεων θα επιδιώξουμε μέσω της ενθάρρυνσης ειδικών προγραμμάτων περιβαλλοντικής ενημέρωσης, εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης, να ενημερώσουμε για τις επιπτώσεις και τις αρνητικές διαστάσεις του κυνηγιού.
Τέλος, για την προώθηση όλων των παραπάνω είμαστε διατεθειμένοι να προβούμε σε διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους κοινωνικούς εταίρους, προσπαθώντας να τους πείσουμε ταυτόχρονα, για την αναγκαιότητα της επαναρρύθμισης στις σύγχρονες συνθήκες του κυνηγιού στη χώρα μας.
[1] Καζαντζίδης Σ. (εκδ.). 2009. Επίδραση της θήρας στα υδρόβια είδη της ορνιθοπανίδας. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων – Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος – Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) – Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, Θεσσαλονίκη. 243 σελ.
Παράθεση: Ξεκινά πάλι το κυνήγι. Πάμε σαν άλλοτε…σα να μην τρέχει τίποτε!! | Δασαρχείο
1) Στην Ελλάδα η θήρα αποτελεί εδώ και τέσσερεις δεκαετίες περίπου πεδίο συγκρούσεων χωρίς συνήθως κάποιο θετικό αποτέλεσμα για τη φύση αλλά και τον άνθρωπο-κυνηγό ως μέρος της φύσης. Αντίθετα, οι εκατέρωθεν υπερβολές και ευαισθησίες συνήθως μελών οργανώσεων μάλλον οδηγούν στην περιχαράκωση, στην πολιτική ανωριμότητα και στη φίμωση της επιστημονικής αλήθειας – και τελικά αυτοί που ζημιώνονται περισσότερο είναι η φύση και η υγιής κυνηγετική ιδέα.
2) Η διαχείριση της θήρας είναι ένα πολύ μεγάλο και πολυδιάστατο θέμα – που πρέπει να διακονείται από ανθρώπους με θηραματοπονικές γνώσεις, εμπειρία και πολυετή ενασχόληση ειδικά με το αντικείμενο. Σήμερα υπάρχουν τέτοιοι δασολόγοι με μεταπτυχιακές σπουδές, πολυετη ενασχόληση, καθηγητές κ.λπ. που μπορουν να βοηθησουν. Άνθρωποι που πηγαίνουν να ανακαλύψουν τον τροχό στον τομέα της θήρας μάλλον κακό θα κάνουν και μάλιστα χωρίς να το καταλάβουν.
3) Το ανωτέρω άρθρο (του 2010 νομίζω) θίγει πολλά ζητήματα – αλλά επειδή ακριβώς είναι ένα άρθρο δεν εμβαθύνει, πως θα μπορούσε άλλωστε;; Ας ελπίσουμε αυτή να είναι η αιτία όπου περιγράφονται ελλιπώς, υποκειμενικά μέχρι και λανθασμένα τα περισσότερα ζητήματα. Τον αρθρογράφο δεν θα πρέπει να τον καταδικάσουμε γι αυτό, πρέπει να το ξεπεράσουμε, ας τον δικαιλογήσουμε. Ας δούμε καλύτερα τις ανησυχίες του και εκεί να σταθούμε, πχ να δούμε αν τις έχουμε και εμείς.
4) Να εξετάσουμε αν κάποια σωστά περιγραφόμενα ζητήματα και ελλείψεις στη διαχείριση της θήρας έχουν μια κοινή ρίζα, μια κοινή πηγή του κακού ή κάποιες αιτίες – άλλα και να τα αντιπαραβάλλουμε με άλλους τομείς π.χ. στη διαχείριση της αλιείας, της βόσκησης, της υλοτομίας κ.λπ.. Παράλληλα να δούμε ποιοι κάνουν προσπάθειες και ενδιαφέρονται να βελτιώσουν τα πράγματα. Μήπως η συνεργασία είναι ένα καλό φάρμακο;;;
5) Συμπερασματικά, χρειάζεται καλή γνώση, ρεαλισμός για τις συνθήκες που επικρατούν και τεκμηρίωση – μετά μπορούν να βγουν και κάποιες καλές προτάσεις…. θα πρέπει όμως οι κυβερνώντες να ενδιαφερθουν ή οι πολίτες να τους αναγκάσουν να ενδιαφερθούν. Αυτά απαιτουν ωριμότητα, την εχουμε αραγε;;; γιατι δεν την έχουμε;;; τι θα μας βοηθήσει να την αποκτήσουμε;;
Χρήστος Σώκος
θηραματολόγος