του Φίλη Καϊτατζή (πηγή: Ελευθεροτυπία)
Εκτιμάται ότι έως το 2025 περισσότερα από τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου πληθυσμού θα έχουν έρθει αντιμέτωπα με κάποιας μορφής ανεπάρκεια νερού.
Σήμερα, 2,8 δισεκατομμύρια άτομα -περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού- κατοικούν σε λεκάνες ποταμών που παρουσιάζουν κάποιου βαθμού ανεπάρκεια νερού. Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, η παγκόσμια χρήση νερού εξαπλασιάστηκε. Ακολούθησε δηλαδή ρυθμό αύξησης διπλάσιο από την αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού, αναφέρει το Ινστιτούτο Worldwatch για την κατάσταση στον κόσμο. Σε ορισμένες περιοχές-οικονομίες, η ανεπάρκεια νερού οφείλεται σε φυσικά αίτια (έλλειψη υδάτων). Σε άλλες, όμως, είναι θέμα οικονομικής ή κοινωνικοπολιτικής πρόσβασης. Ετσι, ξηρές περιοχές μπορεί να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα ανεπάρκειας νερού, όταν υπάρχει αρκετό νερό για την ικανοποίηση όλων των αναγκών, και αντιθέτως πιο υγρές περιοχές μπορεί να αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα. Οικονομική ανεπάρκεια νερού παρουσιάζεται όταν ανθρώπινοι, θεσμικοί και οικονομικοί παράγοντες, καθώς και τα υπάρχοντα έργα υποδομής, εμποδίζουν τους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση στο νερό, αν και αυτό βρίσκεται στη φύση σε ποσότητα αρκετή για να μπορέσει να ικανοποιήσει το σύνολο των αναγκών των ανθρώπων σε τοπικό επίπεδο.
Η γεωργία, ως κύριος καταναλωτής υδατικών πόρων, βρίσκεται στο επίκεντρο της πρόκλησης για τη διαχείριση του νερού. Αν και ο μέσος άνθρωπος χρειάζεται δύο έως πέντε λίτρα πόσιμου νερού την ημέρα, η μέση ποσότητα φαγητού που καταναλώνεται ημερησίως έχει ενσωματώσει 3.000 λίτρα νερού παγκοσμίως, αφού περισσότερο από 70% του νερού χρησιμοποιείται στη γεωργία για την παραγωγή τροφίμων-φυτικών ινών.
Η παραγωγή ενέργειας, η βιομηχανία και οι υπηρεσίες αποτελούν τους επόμενους μεγαλύτερους και ταχύτερα αναπτυσσόμενους χρήστες νερού παγκοσμίως. Τυπικά, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες τείνουν να είναι πολύ εξαρτημένες από τη γεωργία, με το αντίστοιχο μερίδιο της βιομηχανικής παραγωγής να αυξάνεται παράλληλα με την ανάπτυξη της οικονομίας.
Οι βιομηχανίες στις βιομηχανικές οικονομίες απορροφούν διπλάσιες ποσότητες νερού σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο (πάνω από 40%) ενώ οι βιομηχανίες στις αναπτυσσόμενες χώρες καταναλώνουν σχεδόν το 10% του νερού που χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο, σημειώνει το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων.
Σε ό,τι αφορά το πόσιμο νερό, σε παγκόσμιο επίπεδο 1,1 δισεκατομμύριο άνθρωποι στερούνται την πρόσβαση σε ασφαλή και κατάλληλα αποθέματα αυτού του αγαθού.
Η έλλειψη νερού γίνεται εμφανέστερη σε τοπικό επίπεδο αλλά η διαχείρισή του αποτελεί πρόκληση σε κάθε επίπεδο. Η ολοκληρωμένη διαχείριση υδατικών πόρων προωθεί τη συντονισμένη ανάπτυξη και διαχείριση του νερού και επιχειρεί να συμφιλιώσει ποικίλους χρήστες και απαιτήσεις, προκειμένου να φτάσει στην επίτευξη ενός βιώσιμου συστήματος. Σε διεθνές επίπεδο οι ολοκληρωμένες προσεγγίσεις συνιστώνται για τις λεκάνες διασυνοριακών ποταμών, γιατί ενώνουν τις χώρες. Υπάρχουν 260 τέτοιοι ποταμοί στον κόσμο, όπου επαπειλούνται δυνητικές συρράξεις για το νερό αλλά τίθενται παράλληλα και οι βάσεις για πραγματική συνεργασία. Δυσκολότερο, πάντως, είναι το εγχείρημα να συμφιλιωθούν οι ποικίλοι χρήστες διαχείρισης υδάτινων πόρων και υγροτόπων διεθνούς σημασίας σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Η Ελλάδα είναι ένα κλασικό παράδειγμα προς αποφυγήν. Και δεν αναφερόμαστε στη διαχείριση μικρών υγροτόπων ή οικοσυστημάτων μικρής οικολογικής και οικονομικής εμβέλειας αλλά στους υγροτόπους διεθνούς σημασίας με σύμβαση Ραμσάρ, οι οποίοι καταλαμβάνουν συνολικά έκταση 1.673.000 στρεμμάτων. Το θαλάσσιο τμήμα τους έχει έκταση ίση με 556.170 στρέμματα. Οι Ραμσάρ, που προστατεύονται από κανονικές οδηγίες, προεδρικά διατάγματα και νόμους, είναι δέκα υγρότοποι. Από τους οποίους, η λίμνη Κορώνεια αναζητείται, αφού ξεράθηκε και συνεχίζουν να καταζητούνται οι βασικοί ύποπτοι. Είναι ένας υγρότοπος-θύμα των χρηστών του που, απ’ όσο θυμάμαι στις αποστολές εκεί, αδυνατούσαν (γεωργοί, ψαράδες, αγρότες, που συνήθως απείχαν από τις συζητήσεις με εκπροσώπους βιομηχανιών και άλλων ιδιωτικών φορέων με δραστηριότητες που είχαν ως αποτέλεσμα τη ρύπανση-μόλυνση) να συνειδητοποιήσουν ότι η λίμνη θα χαθεί.
Επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε ενδεικτικά τους έξι, δίνοντας μια γεύση της πολυπλοκότητας των προβλημάτων από τις διαφορετικές χρήσεις και τους χρήστες. Δεν δίνουμε λύσεις, άλλωστε (δεν υποκαθιστούμε τους φορείς) αλλά το στίγμα όπου πρέπει να εστιάσουν οι ενδιαφερόμενοι, οι εμπλεκόμενοι αλλά και οι εγχώριοι επισκέπτες που λειτουργούν ενίοτε με βάρβαρο τρόπο πάνω σ’ αυτά τα οικοσυστήματα.
Αλιεύουμε στοιχεία από τη νέα έκθεση του ΕΚΒΥ, με περιηγητές-ξεναγούς τη Μαρία Κατσακιώρη, στέλεχος του κέντρου, και τη Δήμητρα Κεμιτζόγλου, συνεργάτρια-βιολόγο του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων.
Οι υγρότοποι Ραμσάρ της Ελλάδας
- Δέλτα Εβρου
- Λίμνη Βιστονίδα, Πόρτο Λάγο, Λίμνη Ισμαρίδα και παρακείμενες λιμνοθάλασσες
- Δέλτα Νέστου και παρακείμενες λιμνοθάλασσες
- Λίμνες Βόλβη και Κορώνεια
- Τεχνητή λίμνη Κερκίνη
- Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα
- Λίμνη Μικρή Πρέσπα
- Κόλπος Αμβρακικού
- Λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου
- Λιμνοθάλασσες Κοτυχίου – Στροφυλιάς
Αμβρακικός κόλπος
Το μεγαλύτερο και ίσως το πιο ποικιλόμορφο υγροτοπικό σύμπλεγμα στη χώρα. Το απαρτίζουν μεγάλες λιμνοθάλασσες, παραποτάμιες ζώνες, αβαθείς θαλάσσιες περιοχές, επιμήκεις νησίδες, καλαμώνες, λασποτόπια. Ο κόλπος επικοινωνεί με το Ιόνιο μέσω του πορθμού της Πρέβεζας (ή Ακτίου) πλάτους 600 μέτρων και βάθους έως και 10 μέτρα.
Στοιχείο της ταυτότητάς του με τις ιδιαίτερες οικολογικές και παραγωγικές αξίες είναι η ύπαρξη του μεγάλου συστήματος των Δέλτα των ποταμών Λούρου και Αραχθου στο βόρειο τμήμα του.
Από τη ρωμαϊκή περίοδο υπήρχαν εντατικές ιχθυοκαλλιέργειες στις λιμνοθάλασσες του κόλπου.
Τα γόνιμα προσχωσιγενή εδάφη της πεδιάδας της Αρτας επέτρεψαν την εξάπλωση καλλιεργειών με υψηλό εισόδημα, όπως τα οπωροφόρα δέντρα. Οι πορτοκαλεώνες της περιοχής είναι πασίγνωστοι και αποτελούν σπουδαία πηγή εισοδήματος. Αραβόσιτος, μηδική, βαμβάκι, πατάτα και άλλες δυναμικές καλλιέργειες συμπληρώνουν τη γεωργική δραστηριότητα. Συνολικά οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στην ευρύτερη περιοχή του Αμβρακικού κόλπου καταλαμβάνουν περίπου το 40% της συνολικής έκτασης της περιοχής. Κύρια απασχόληση, εκτός από τη γεωργία, είναι η αγελαδοτροφία, η χοιροτροφία, η πτηνοτροφία και η αλιεία.
Το 1930 άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες για την παραγωγική αξιοποίηση των λιμνοθαλασσών. Στις αρχές του ’80 άρχισε η συστηματική προσπάθεια ανάπτυξης στους τομείς της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών.
Ο κόλπος όμως κουβαλά και τις αμαρτίες των ανθρώπων που δεν αλλάζουν νοοτροπία με αποτέλεσμα τα δεκάδες χοιροστάσια και οι μονάδες επεξεργασίας των αγροτικών προϊόντων (π.χ. ελαιοτριβεία, τυροκομεία) να διοχετεύουν τα συνήθως ακατέργαστα λύματά τους μέσω χειμάρρων και ρυακιών.
Το πρόβλημα μεγαλώνει από τις εισροές των γεωργικών ρύπων που ξεπλένονται από τις γύρω καλλιεργούμενες εκτάσεις. Ετσι κατά καιρούς παρατηρούνται μαζικοί θάνατοι ψαριών.
Απ’ την άλλη, ο Αμβρακικός είναι κλειστός κόλπος στον οποίο εισρέουν μεγάλες ποσότητες γλυκών νερών. Αυτό έχει αποτέλεσμα η αλατότητά του να είναι μικρότερη από αυτή των νερών του Ιονίου πελάγους.
Τα προβλήματα διογκώνονται και από τις εγκαταστάσεις των ιχθυοκαλλιεργειών που δεν χωροθετούνται και δεν λειτουργούν πάντα με τρόπο συμβατό προς τη διατήρηση των υγροτοπικών συστημάτων της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ψαθοτοπίου: οι πολλές μονάδες μείωσαν κατακόρυφα τους πληθυσμούς των απειλούμενων ειδών των πουλιών όπως του καλαμοκάνα και του νεροχελίδονου.
Στον Αμβρακικό κόλπο ζουν και αναπαράγονται περισσότερα από 30 είδη ψαριών, ενώ άλλα 15 είδη αναπαράγονται στο Ιόνιο πέλαγος, αλλά αλιεύονται στον κόλπο. Το ιχθυοπλαγκτόν (δηλαδή τα αβγά και οι προνύμφες των ψαριών) του Αμβρακικού χαρακτηρίζεται υψηλής ποικιλότητας, γεγονός που αποτελεί δείκτη της καθαρότητας των υδάτων, αφού τα αβγά και οι προνύμφες των ψαριών είναι πιο ευαίσθητα στους ρύπους από ό,τι τα ενήλικα άτομα. Στα πιο φημισμένα αλιεύματα του κόλπου περιλαμβάνεται ένα είδος γαρίδας, γνωστή στην περιοχή ως γάμπαρη, αλλά και η σαρδελίτσα, γνωστή ως παπαλίνα. Αξιόλογη είναι επίσης η παραγωγή γλώσσας και σουπιάς. Ο κόλπος παράγει επίσης πέντε είδη κέφαλου, λαβράκια, τσιπούρες και άλλα εκλεκτά ψάρια που αλιεύονται και στις λιμνοθάλασσες. Οι λιμνοθάλασσες της περιοχής αποτελούν μία από τις σπουδαιότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές του υγροτοπικού συμπλέγματος.
Στους υγρότοπους του κόλπου όμως μεταναστεύουν και αναπαράγονται το καλοκαίρι περισσότερα από 250 είδη πτηνών. Από αυτά τα 75 είναι σπάνια ή απειλούμενα, όπως, ο αργυροπελεκάνος. Τα τελευταία χρόνια έχουν καταμετρηθεί οι μεγαλύτεροι (στην Ελλάδα) διαχειμάζοντες πληθυσμοί υδρόβιων που συνολικά φτάνουν τα περίπου 100.000. άτομα. Από τον κόλπο περνούν και δελφίνια με συχνή παρουσία του ρινοδέλφινου. Πολλές αξίες του κόλπου μπορούν να φέρουν στους κατοίκους του πολλά οφέλη.
Εάν ο κόλπος προστατευτεί και ασκηθεί συνετή διαχείριση, θα αναδειχτούν και οι τεράστιες ιχθυοπαραγωγικές του ικανότητες και θα αποδώσει πολλαπλάσια οικονομικά οφέλη. Γιατί αναψυχή, ήπιες μορφές τουρισμού, πολιτισμός και οικονομικές δραστηριότητες πάνε μαζί…
Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου
Οι λιμνοθάλασσες χωρίζονται από τον Πατραϊκό κόλπο με επιμήκεις λουρονησίδες, το πλάτος των οποίων ξεκινά από λίγες δεκάδες μέτρα και φτάνει έως και τα 400 στον Λούρο, τη μεγαλύτερη νησίδα της περιοχής.
Η περιοχή περιλαμβάνει πολλά ετερόκλητα γεωμορφολογικά τμήματα και υδρογραφικά στοιχεία που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη λιμνοθάλασσα. Ο ποταμός Εύηνος εκβάλλει στα ανατολικά και ο ποταμός Αχελώος στο δυτικό τμήμα της. Τα νερά των ποταμών εμπλουτίζουν τη λιμνοθάλασσα με γλυκό νερό και φερτά υλικά. Ο Αχελώος, που εκβάλλει στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, θεωρείται ο ποταμός με τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή δράση στην Ελλάδα, γεγονός που είχε αναγνωριστεί ήδη από τους αρχαίους χρόνους.
Στα αλοέλη της βόσκουν ελεύθερα αγελάδες και άλογα. Το κοπάδι αλόγων είναι αποτέλεσμα της απελευθέρωσης από τους ιδιοκτήτες τους κατά την περίοδο της εκμηχάνισης της γεωργίας. Εκτοτε ζουν και αναπαράγονται χωρίς ανθρώπινη φροντίδα. Κάθε χειμώνα χιλιάδες πάπιες που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον δέκα είδη (σκουφοβουτηχτάρια, κορμοράνοι, μαυροβουτηχτάρια κ.ά.) αναζητούν τροφή στην πλούσια βλάστηση της λιμνοθάλασσας. Οι υγρότοποι του Μεσολογγίου αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς για πληθυσμούς μεταναστευτικών ειδών, όπως οι «μαχητές», οι πορφυροτσικνιάδες, οι καλαμοκανάδες κ.ά. Τακτική είναι η παρουσία του βασιλαετού και του λεπτόραμφου γλάρου, αυστηρά προστατευόμενου είδους.
Η ιχθυοπανίδα αποτελείται κυρίως από πέντε είδη, τον κέφαλο, τον λαφκίνο, τον γάστρο, το μυξινάρι και τη βελονίτσα, καθώς και από λαβράκια, τσιπούρες, χέλια και γωβιούς. Ολα τα παραπάνω είδη, με εξαίρεση τον γωβιό, μετακινούνται προς τη θάλασσα για να γεννήσουν. Επειτα από την αναπαραγωγή ο γόνος μπαίνει στις λιμνοθάλασσες της περιοχής, όπου υπάρχει άφθονη τροφή και αναπτύσσεται γρήγορα. Η αλίευση ασκείται κυρίως με ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις στην έξοδο της λιμνοθάλασσας προς τη θάλασσα, όπου τα ψάρια παγιδεύονται κατά τη μετακίνησή τους προς το πέλαγος.
Στις αλυκές του Μεσολογγίου ο επισκέπτης μπορεί να διαπιστώσει ότι πίσω από τους σωρούς αλατιού, στις τεχνητές λεκάνες των αλυκών, υπάρχει ζωή, κυρίως φτερωτή.
Η αλιεία με δίχτυα επιτρέπεται μόνο σε συγκεκριμένα τμήματα της λιμνοθάλασσας.
Μετά το 1990 στον τόπο αυτό αναπτύχθηκε και η θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια, κυρίως στα δυτικά παράλια και στις Εχινάδες νήσους. Οσον αφορά τη γεωργία, μετά τη σταθεροποίηση της κοίτης του Αχελώου και την ανάπτυξη του αρδευτικού συστήματος, τής έχουν αποδοθεί μεγάλες εκτάσεις. Οι καλλιέργειες, σχεδόν στο σύνολό τους εντατικές, δίνουν μεγάλες αποδόσεις (αραβόσιτος, μηδική, βαμβάκι), με αποτέλεσμα οι περιοχές αυτές να συγκαταλέγονται μεταξύ των πλουσιότερων γεωργικών περιοχών της Ελλάδας. Στους παρακείμενους λόφους σημαντική είναι η καλλιέργεια της ελιάς. Η κτηνοτροφική παραγωγή είναι επίσης σημαντική, με αιγοπρόβατα, μοσχάρια και χοιρινά μη εσταβλισμένα. Τέλος, στην περιοχή του Μεσολογγίου, στη θέση Ασπρη, υπάρχει η μεγαλύτερη αλυκή της Ελλάδας, η Αλυκή του Μεσολογγίου (ή Αλυκή Ασπρης).
Ο άνθρωπος δημιούργησε με το πέρασμα του χρόνου συνθήκες για την επιβίωσή του, οι οποίες επέδρασαν άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας. Σήμερα η ζωή προχωρεί με γοργούς ρυθμούς τόσο στο Μεσολόγγι όσο και στις γύρω πόλεις και πολλές από τις περιβαλλοντικές και πολιτιστικές αξίες του χώρου χάνονται, ενώ άλλες υποβαθμίζονται ή απλώς παραγκωνίζονται.
Λιμνοθάλασσα Κοτυχίου
Στη βορειοδυτική Πελοπόννησο έχει δημιουργηθεί ένα παράκτιο μωσαϊκό οικοσυστημάτων, όπου τα ρηχά νερά αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο.
Αρχίζει από το ακρωτήριο του Αραξου με ασβεστολιθικούς λόφους και αμμώδεις παραλίες και συνεχίζεται νότια, με μια σειρά υγρότοπων διάφορων τύπων, με πευκοδάση και δάση φυλλοβόλων δρυών και με εκτενείς αμμώδεις ακτές.
Περιλαμβάνει τις λιμνοθάλασσες Κοτύχι, Αραξος και Πρόκοπος, το έλος γλυκού νερού Λάμια και το περίφημο δάσος της Στροφυλιάς.
Η λιμνοθάλασσα Κοτύχι, μετά την αποξήρανση της λίμνης Αγουλινίτσας, παραμένει ο μεγαλύτερος ενιαίος υγρότοπος της Πελοποννήσου, με έκταση περίπου 7.500 στρέμματα.
Μεταξύ της λιμνοθάλασσας Πρόκοπος και της ακτής που απλώνεται στα νότια υπάρχει μια φαρδιά λωρίδα αμμώδους εδάφους, όπου φύεται ένα μοναδικό δάσος, το ονομαστό δάσος της Στροφυλιάς με τις κουκουναριές.
Το δάσος της Στροφυλιάς συγκροτείται από σχεδόν παράλληλες ζώνες βλάστησης. Προς τη θάλασσα υπάρχουν άτομα χαλεπίου πεύκης και θαμνοκυπάρισσα σε θαμνοειδή, νάνα μορφή, εξαιτίας των δυνατών θαλάσσιων ανέμων. Ακολουθεί πυκνό δάσος χαλεπίου πεύκης, ενώ πιο εσωτερικά αρχίζουν να ξεπροβάλλουν οι κουκουναριές. Σε κάποιες περιοχές η ζώνωση συνεχίζεται με δάση ήμερων βελανιδιών, για να καταλήξει τελικά στα βούρλα και στα νεροκάλαμα των εσωτερικών υγρότοπων.
Οι λιμνοθάλασσες της περιοχής έχουν περιορισμένη επικοινωνία με τη θάλασσα και η έκτασή τους μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές και το ύψος των βροχοπτώσεων. Τις λιμνοθάλασσες κυκλώνουν εκτεταμένοι καλαμώνες και έλη.
Στη λιμνοθάλασσα Κοτύχι βρίσκουν καταφύγιο και τροφή διάφορα είδη παπιών, που τον χειμώνα ξεπερνούν τα 5.000 άτομα, αλλά και παρυδάτια πουλιά, ερωδιοί, γλαρόνια, βουτηχτάρια.
Ασβοί, αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, τρωκτικά, μυγαλές και σκαντζόχοιροι τριγυρνούν στο δάσος τα βράδια, ενώ πλήθος από πουλιά, ερπετά, αμφίβια και έντομα βρίσκουν καταφύγιο και τροφή στην περιοχή. Στους καλαμώνες και τα έλη πλήθος οργανισμών βρίσκει καταφύγιο και τροφή στην πυκνή βλάστησή τους. Εδώ φωλιάζει ο μικροτσικνιάς, σε μια μεγάλη αποικία με περισσότερα από 200 ζευγάρια, το νανοβουτηχτάρι και η νερόκοτα. Καλά κρυμμένα στα έλη φωλιάζουν και ελάχιστα ζευγάρια της παγκοσμίως απειλούμενης βαλτόπαπιας.
Τις καλοκαιρινές νύχτες καρέτα καρέτα βγαίνουν στην αμμουδιά για να γεννήσουν τα αβγά τους.
Η παρουσία του ανθρώπου στην ευρύτερη περιοχή, του υγρότοπου είναι έντονη. Η εκτεταμένη παραλία, καθώς και η ιδιαίτερη ομορφιά του τοπίου αποτελούν πόλο έλξης και συμβάλλουν στην τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις ασκείται άναρχα και χωρίς σχεδιασμό.
Η λιμνοθάλασσα του Αραξου παράγει αξιόλογες ποσότητες τσιπούρας και η λιμνοθάλασσα Πρόκοπος αποτελεί πλούσιο ενδιαίτημα για κέφαλους και χέλια, που αλιεύονται άφθονα στα νερά της. Η Λάμια, ρηχή και καλυμμένη σχεδόν ολόκληρη με καλαμώνες, γίνεται με τις βροχές σπουδαίος χελότοπος, αλλά εξαιτίας του καλαμώνα δεν προσφέρεται για την αλίευσή τους και γι’ αυτό τα χέλια πιάνονται στο πέρασμά τους προς τη θάλασσα. Η λιμνοθάλασσα Κοτύχι είναι ένα από τα παραγωγικότερα φυσικά ιχθυοτροφεία της Ελλάδας.
Η εκμετάλλευση των ιχθυοτροφείων γίνεται από αλιευτικούς συνεταιρισμούς και δημοτικές επιχειρήσεις, χωρίς ωστόσο να λείπουν ιδιώτες και ελεύθεροι αλιείς που ψαρεύουν περιστασιακά, αν και αυτό απαγορεύεται. Στους διαύλους επικοινωνίας με τη θάλασσα υπάρχουν ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, καθώς και καλύβια ψαράδων.
Εντονα προβλήματα αντιμετωπίζει η περιοχή εξαιτίας της υποβάθμισης των φυσικών της γνωρισμάτων (ανεξέλεγκτη τουριστική ανάπτυξη και κίνηση οχημάτων, απορρίμματα, παράνομο κυνήγι, βόσκηση…). Ειδικά η ανεξέλεγκτη απόρριψη αποβλήτων είναι εμφανής και, εκτός από τον κίνδυνο πυρκαγιάς, «ξεφτιλίζει» στην κυριολεξία την αισθητική του τοπίου ακόμη και στις πιο πολυσύχναστες παραλίες… Αυθαίρετες χωματερές, άχρηστα ογκώδη αντικείμενα βρίσκονται παντού και ειδικά μέσα στο δάσος (και στους καλαμώνες του έλους Λάμια).
Απόρροια της απουσίας αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου και φύλαξης είναι το παράνομο κυνήγι, που παρατηρείται κυρίως στις λιμνοθάλασσες Πρόκοπος και Κοτύχι και μάλιστα με πλωτά μέσα, μέθοδος που απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση.
Και η Τοπική Αυτοδιοίκηση ανασκουμπώνεται για τις εκλογές. Αλίμονο…
Δέλτα Νέστου
Εδράζεται στις εκβολές του ποταμού στο Θρακικό πέλαγος. Αποτέλεσμα της δράσης του είναι η πολυσχιδής μορφολογία των ακτών και η δημιουργία πολλών λιμνοθαλασσών.
Οι εννέα που σχηματίζονται στο δυτικό τμήμα του Δέλτα είναι: Βάσσοβας, Ερατεινού, Αγιάσματος, Κοκκάλας, Χαϊδευτού, Κεραμωτής, Γεφυρακίου, Παλιάς Κοίτης και Μοναστηρακίου. Οι λίμνες της Χρυσούπολης και του μεγάλου δάσους Κοτζά Ορμάν (ένα απομεινάρι 4.500 στρεμμ. του προϋπάρχοντος που ξεπερνούσε τα 125.000 στρέμματα) ολοκληρώνουν το παζλ ενός εξαιρετικού οικοσυστήματος. Κάποια έργα, που βρίσκονται σε εξέλιξη, αποκαθιστούν φυσική βλάστηση 3.150 στρεμμάτων.
Στην περιοχή του Νέστου, που ο Ηρόδοτος ανέφερε ότι αποτελούσε το βορειότερο όριο εξάπλωσης των λιονταριών στην Ελλάδα, το σοβαρότερο πρόβλημα σήμερα θεωρείται η διάβρωση των θαλάσσιων ακτών από τα κύματα, φαινόμενο που αποδίδεται στη (σχεδόν) μηδενική απόθεση φερτών υλών από τα νερά του ποταμού. Παράλληλα η για χρόνια υπεράντληση των υπόγειων νερών και η αποσύνδεση των παραποτάμιων φυσικών οικοσυστημάτων από την κύρια κοίτη του ποταμού φαίνεται να έχουν προκαλέσει προβλήματα ξηρασίας και αύξησης της αλατότητας σε κάποια σημεία του Δέλτα, τα οποία πριν από μερικά έτη διαρρέονταν από παρακλάδια του ποταμού. Τα υδροφόρα στρώματα της περιοχής τού Δέλτα έχουν αρχίσει να εξαντλούνται και από τις μικρού βάθους παράκτιες γεωτρήσεις.
Πάνω στο Δέλτα Νέστου η γεωργία εξακολουθεί να κατέχει εξέχουσα θέση που ακόμα κρατά και συμβάλλει στην κοινωνική και οικονομική συνοχή του τόπου. Η αλιευτική δραστηριότητα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη γεωργική και ακολουθεί η κτηνοτροφία.
Προσπάθειες ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού γίνονται τα τελευταία χρόνια: δημιουργούνται εκατέρωθεν της κοίτης του Νέστου δύο περιβαλλοντικά πάρκα όπου ο επισκέπτης θα έχει τη δυνατότητα να έρθει σε άμεση επαφή με όλα τα είδη δέντρων, θάμνων και αναρριχητικών φυτών που αναπτύσσονται στο φυσικό παραποτάμιο δάσος. Εδώ, στις «γαλαρίες» που σχηματίζουν τα αναρριχώμενα φυτά, το αγριάμπελο, ο λυκίσκος, η περικοκλάδα έχουν την τιμητική τους.
Εντονη είναι η παρουσία της κίτρινης ίριδας (ποώδη) και περισσότερων από 25 ειδών ορχιδέες. Νούφαρα, νεροκάστανα, νεροφτέρες, καλάμια είναι το φυσικό σπίτι περίπου 300 ειδών πτηνών: τσικνιάδες, φοινικόπτερα, θαλασσοκόρακες, χουλιαρομύτες φωλιάζουν ή βρίσκουν τροφή στον υγρότοπο του Νέστου. Σ’ αυτά τα μέρη πριν από λίγες δεκαετίες ζούσαν ακόμα ο λίγκας, το ζαρκάδι, το ελάφι. Σήμερα αγριόγατοι, αγριόχοιροι, τσακάλια, βίδρες, νυφίτσες συνυπάρχουν με άλλα θηλαστικά και αρπακτικά.
Τριάντα τρία είδη, ανάμεσά τους και θαλασσαετοί, κραυγαετοί, χρυσαετοί, κοσμούν τους αιθέρες της περιοχής. Κέφαλοι, γριβάδια, μηριάνες, τσιρώνια, γλήνες συνυπάρχουν με 11 είδη αμφιβίων και 21 είδη ερπετών όπως η βαλτοχελώνα, η ποταμοχελώνα, το νερόφιδο.
Το στοίχημα για τον Νέστο είναι η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού και ψυχαγωγίας χωρίς να πληγούν-αλλοιωθούν τα παραποτάμια οικοσυστήματα από τις απαραίτητες οικονομικές δραστηριότητες των ντόπιων που δεν θα πρέπει να λησμονούν ότι στις παράκτιες περιοχές του Δέλτα, που επηρεάζονται από τη διείσδυση της θάλασσας επιφανειακώς και υπογείως, παρατηρείται συσσώρευση αλάτων.
Λέμε οι ντόπιοι, διότι αυτοί ζουν εκεί. Αυτοί λοιπόν πρέπει να συνεννοούνται και να ομονοούν πρωτίστως…
Δέλτα Εβρου
Σχηματίστηκε από τις προσχώσεις του ποταμού. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο σύμπλεγμα υγρότοπων συνολικής έκτασης 150 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύστημα.
Οι επιμέρους υγρότοποι που συνθέτουν το Δέλτα είναι: α) η λίμνη Σκέπη, με έκταση 460 στρέμματα και υπερθαλάσσιο ύψος 1 μέτρο (μονίμως κατακλυσμένη λίμνη γλυκού νερού), β) η λίμνη Νυμφών (μονίμως κατακλυσμένη λίμνη γλυκού νερού) με έκταση 2.600 στρέμματα και υπερθαλάσσιο ύψος 1 μέτρο, γ) η λιμνοθάλασσα Μονολίμνη, με έκταση 2.800 στρέμματα, δ) η λιμνοθάλασσα Δράνα, με έκταση 5.000 στρέμματα και ε) η λιμνοθάλασσα Λακί, με έκταση 2.000 στρέμματα.
Βουλγαρία, Τουρκία και Ελλάδα ρυπαίνουν τα νερά του ποταμού που διασχίζει και τις τρεις χώρες με αστικά και βιομηχανικά απόβλητα, αλλά και υπολείμματα γεωργικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται σε παρακείμενες καλλιέργειες. Η διατάραξη του υδρολογικού καθεστώτος του υγρότοπου οφείλεται στην κατασκευή στραγγιστικών τάφρων, αρδευτικών διωρύγων (κυρίως της διώρυγας ευθυγράμμισης), που έφερε τα γλυκά νερά του υγρότοπου σε απ’ ευθείας επικοινωνία με τη θάλασσα, αυξάνοντας έτσι την αλατότητά τους. Το μέτωπο της αυξημένης αλατότητας ανεβαίνει στα νερά της ευθυγράμμισης και από τις εκβολές, όπου βρίσκεται κατά τους χειμερινούς μήνες. Το αποτέλεσμα είναι το θαλασσινό νερό να φτάνει έως τους Κήπους, σε απόσταση 40 χιλιομέτρων από τις εκβολές του ποταμού.
Στις χρήσεις του Δέλτα περιλαμβάνονται η γεωργία, η αλιεία, η βόσκηση, το κυνήγι και η αναψυχή.
Τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα εκτρέφονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, μόνο που η συνεχής επέκταση των καλλιεργειών έχει μειώσει αισθητά την επιφάνεια ελεύθερης βόσκησης, με συνέπεια συνήθως η υπερβόσκηση να ξεπερνά τη βοσκοϊκανότητα του τόπου. Η ελεγχόμενη βόσκηση θα μπορούσε να μη ζημιώνει άλλες αξίες του Δέλτα και να συμβάλλει θετικά στην κτηνοτροφική οικονομία. Η αλιεία στηρίζεται κυρίως στην εκμετάλλευση της ιχθυοπαραγωγής των λιμνοθαλασσών.
Αλιεύονται κυρίως κέφαλοι, λαβράκια, τσιπούρες, γλώσσες, χέλια και γαρίδες. Και εδώ χρειάζεται έλεγχος ώστε η αλιευτική δραστηριότητα να είναι βιώσιμη: περισσότερα από 40 είδη ψαριών, άλλα γλυκών νερών, όπως το γριβάδι, η μηριάνα, ο γουλιανός, και άλλα της θάλασσας, όπως η γλώσσα, το λαβράκι και η τσιπούρα, έχουν μεγάλη εμπορική αξία. Στο Δέλτα απαντούν δύο ανάδρομα είδη, ο ευρωπαϊκός οξύρρυγχος και το αστροξυρόχι, γι’ αυτό η περιοχή ξεχωρίζει και είναι μεγάλης σπουδαιότητας λόγω της ιχθυοπανίδας της.
Αν η βόσκηση και η αλίευση γίνονταν με ορθολογικό τρόπο, τότε θα υπήρχε χώρος να αναπτυχθούν ομαλά και άλλες δραστηριότητες, οι οποίες στηρίζονται σε άλλες αξίες του Δέλτα. Εχουν παρατηρηθεί 314 είδη πουλιών που χρησιμοποιούν την περιοχή για φώλιασμα, διαχείμαση, ανάπαυση.
Εχουν καταγραφεί, επίσης, 40 είδη θηλαστικών (λύκος, τσακάλι, λαγόγυρος, βίδρα κ.ά.), καθώς επίσης και επτά είδη αμφίβιων (21 είναι ερπετά). Περισσότερα από 350 φυτά, μεταξύ αυτών και ορισμένα πολύ σπάνια, όπως η ίρις η ωχρόλευκη, συνθέτουν τις φυτοκοινωνίες του Δέλτα. Κατά μήκος του άνω Δέλτα υπάρχουν υπολείμματα ενός παλαιότερου, εκτεταμένου παρόχθιου δάσους, που φιλοξενεί πολλά είδη ζώων. Ενα μέρος μόνο έχει κηρυχθεί καταφύγιο άγριας ζωής. Στην ευρύτερη περιοχή η θήρα ασκείται από ντόπιους και άλλους κυνηγούς, που καταφτάνουν από την υπόλοιπη Ελλάδα και άλλες χώρες, με τους Ιταλούς να κυριαρχούν. Το κυνήγι επικεντρώνεται στα υδρόβια πουλιά, από τα οποία 27 είδη θεωρούνται θηρεύσιμα. Ο οικοτουρισμός έρχεται να προστεθεί στις δραστηριότητες του Δέλτα που βρίσκονται σε ανισορροπία.
Δέλτα Αξιού – Λουδία, Αλιάκμονα
Πολλαπλές οι αξίες τους για τον άνθρωπο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η εγκατάσταση στη Μακεδονία εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, που είχαν ανάγκη γεωργικής γης, οδήγησε σε εκτεταμένη αποξήρανση των ελών.
Η περιοχή είναι ένα μωσαϊκό παράκτιων υγρότοπων, από τα σπουδαιότερα της Ευρώπης, που περιλαμβάνει τις εκβολές του ποταμού Λουδία, τα Δέλτα των ποταμών Αξιού και Αλιάκμονα, τις παρακείμενες εκτάσεις, νησίδες, αμμονησίδες κ.τ.λ. Και οι τρεις ποταμοί διατρέχουν τη Μακεδονία και εισβάλλουν στον Θερμαϊκό κόλπο. Ο Αξιός, ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Βαλκανικής χερσονήσου, με πηγές που βρίσκονται στο όρος Σκάρδος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ο Λουδίας (τεχνητός ποταμός) προέκυψε από την αποξήρανση της λίμνης Γιαννιτσών και των γύρω ελών. Εκβάλλει μεταξύ Αξιού και Αλιάκμονα χωρίς να σχηματίζει Δέλτα. Ο Αλιάκμονας πηγάζει από τα όρη Γράμμου (Βέρνα) και Βόιο του ορεινού συγκροτήματος της Πίνδου. Το Δέλτα του ποταμού έχει έκταση 400.000 στρέμματα.
Κατά το παρελθόν Αξιός και Αλιάκμονας πλημμύριζαν σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων δημιουργώντας πολλά έλη.
Η κύρια απασχόληση των κατοίκων στις περιοχές αυτές είναι η γεωργία. Η παραγωγή γεωργικών προϊόντων ποικίλλει από οπωροκηπευτικά και ρύζι έως ελιά και καπνό. Οι ορυζώνες καταλαμβάνουν πολύ μεγάλες εκτάσεις στις πεδιάδες των Δέλτα των ποταμών. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού αποτελούν τόπους διατροφής για πολλά είδη παρυδάτιων πουλιών. Οι στεγνοί ορυζώνες τον χειμώνα εξακολουθούν να προσελκύουν πουλιά και κυρίως πάπιες, ερωδιούς και διάφορα είδη αρπακτικών.
Δευτερεύουσα ασχολία των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία. Η κτηνοτροφική δραστηριότητα περιορίζεται σε παραδοσιακές μορφές εκμετάλλευσης, κυρίως περιμετρικά των οικισμών. Στην κοίτη πλημμυρών των ποταμών Αξιού, Γαλλικού και Αλιάκμονα, κοντά στην εθνική οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης, υπάρχουν μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες με ζώα, όπως αγελάδες, που διατρέφονται ελεύθερα εκεί. Επίσης, στην ίδια περιοχή εκτρέφεται και κοπάδι βουβαλιών.
Η αλιευτική δραστηριότητα είναι ανεπτυγμένη και παρουσιάζει σοβαρές προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης. Στη ρηχή θαλάσσια περιοχή της παράκτιας ζώνης όπου εκβάλλουν ο Αξιός, ο Λουδίας και ο Αλιάκμονας παράγονται μεγάλες ποσότητες μυδιών σε εγκαταστάσεις μυδοκαλλιέργειας. Το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής εξάγεται σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αποτελώντας αξιόλογη πηγή πλούτου για την τοπική και την εθνική οικονομία. Ορισμένες, όμως, φορές οι ποταμοί μπορεί να μεταφέρουν, όχι μόνο ουσίες που ευνοούν τα μύδια, αλλά και ρύπους, με αποτέλεσμα την ύπαρξη προβλημάτων στη σημαντική αυτή οικονομική δραστηριότητα.
Στα νερά του Αξιού έχουν μετρηθεί υψηλές συγκεντρώσεις ανόργανου φωσφόρου και αμμωνιακού αζώτου και στα υπόγεια μικρού βάθους έχουν μετρηθεί υψηλές συγκεντρώσεις νιτρικών. Ελλάδα και ΠΓΔΜ υποβαθμίζουν την ποιότητα των νερών με γεωργικούς και βιομηχανικούς ρύπους. Αμμοληψίες, βόσκηση και επέκταση καλλιεργειών – υδατοκαλλιεργειών αλλάζουν τη βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων. Τα τελευταία χρόνια (κατά τις καλοκαιρινές περιόδους) έχει μειωθεί δραστικά η παροχή νερού, με επακόλουθο την είσοδο θαλασσινού νερού στο Δέλτα. Η ανεξέλεγκτη απόληψη νερού για άδρευση επιτείνει την αλλαγή του υδρολογικού καθεστώτος. Τα ενδιαιτήματα παρουσιάζουν αισθητή αλλοίωση από την παράνομη απόθεση απορριμμάτων.
Στον Λουδία η βιομηχανική δραστηριότητα είναι μία από τις κυριότερες πηγές ρύπων, καθώς λίγα εργοστάσια έχουν υιοθετήσει τη χρήση βιολογικού καθαρισμού των υγρών αποβλήτων. Μόνο η ρύπανση από τα αστικά λύματα έχει μειωθεί από τον βιολογικό σταθμό των Γιαννιτσών.
Μικρότερα προβλήματα αντιμετωπίζει ο Αλιάκμονας: η περιφερειακή διώρυγα Τ66 εισέρχεται στον ποταμό που επιβαρύνεται περισσότερο από την απόθεση αποβλήτων (γεωργικών – βιομηχανικών) στο στραγγιστικό δίκτυο. Η κτηνοτροφία (υπερβόσκηση) καταστρέφει τη βλάστηση, το τοπίο και φωλιές πουλιών. Η επέκταση της γεωργίας πάντως περιόρισε σημαντικά τα βοσκοτόπια.
Ενας μεγάλος αριθμός ορνιθοπανίδας έχει καταγραφεί στον Λουδία με 101 είδη πουλιών, από τα οποία 14 αναφέρονται στο ελληνικό κόκκινο βιβλίο απειλούμενων σπονδυλόζωων. Στον Αλιάκμονα συναντάμε 94 είδη πουλιών: αργυροτσικνιάδες νεροχελίδονα, αγκαθοκαλημάνες, μαυροκέφαλος γλάρος, ροδοπελεκάνοι φτερουγίζουν στον υγρότοπο του Δέλτα. Στον Αξιό οι κυριότερες ομάδες πουλιών είναι παρυδάτια, αρπακτικά, κύκνοι, χαλκόκοτες κ.τ.λ.
Στις δελταϊκές εκτάσεις των ποταμών Αξιού και Αλιάκμονα βρίσκουμε 71 από τα 138 είδη ψαριών (κέφαλοι, λαβράκια κ.λπ.) που έχουν καταγραφεί στον Θερμαϊκό κόλπο. Στον Λουδία γυφτόψαρα, χρυσοβελονίτσες, τσιρώνια κ.ά. είναι είδη που έχουν καταγραφεί από τους ερευνητές. Συνολικά στο παρυδάτιο μωσαϊκό των τριών ποταμών έχουν αναγνωριστεί 500 και πλέον είδη φυτών. Ευλογημένοι τόποι, αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό…