του Κωνσταντίνου Πρωτόπαππα
Τόσην ώρα γράφω και σβήνω. Σβήνοντας πάλι να γράφω αυτά που σβήνω με άλλα λόγια και ποτέ δε γράφω γι’ αυτά που θέλω παρά κάτι άλλο πιο γενικό έτσι ώστε το αποτέλεσμα να μη με ευχαριστεί καθόλου, γι’ αυτό σβήνω. Και τι να θέλω να πω πέρα από αυτό που νοιώθω με λέξεις-παράθυρα στον διάδρομο του τρένου. Τελικά το να γράψεις κάτι και να το εννοείς είναι αυτό ακριβώς που κατοικεί μέσα σου και δεν το αφήνεις να δει το έξω. Τρικλοποδιά στον εαυτό σου ενώ τα μάτια κοιτάν πέρα για πέρα. Βλέπεις όμως τόσο πέρα όσο νομίζεις ή απλά πατάς σε σύννεφα από στάχτη; Να είχα μια μάσα και έτσι με τη μια να φεύγανε όλα, σύννεφα και βροχές και όλα αυτά τα του χειμώνα.
Δεν ήθελε φέτος όμως να το κάμει αυτό, μιλάω για τον καιρό, ναι δεν ήθελε. Βάλθηκε τις δυο πρώτες μέρες να ‘ναι γκρίζος και να στάζει ολάκερος όπως άλλες εποχές. Τι μέρες κι αυτές πάλι. Αχόρταγες να ‘ναι και μακριές. Ποιος να το περίμενε ότι ο καιρός μπορεί να τα κάμει όλα ένα κουβάρι και να χαλάσει μια γιορτή που άργησε δυο μέρες. Στη Βλάστη, στο χωριό αυτό που η ομορφιά του είναι ζωγραφισμένη με πινέλα νατουραλιστών, έλαμπε με την απουσία του ο ήλιος. Τα δυο πρώτα πρωινά έκαιγε με το γάντι και ύστερα χανότανε κάτω από τα σύννεφα για να πάρουν σειρά οι στάλες που δε λέγανε να μας αφήσουν σε ησυχία.
Το κρύο ήταν άγριο ώρες ώρες, που σε συνεργασία την υγρασία συνέθεταν το κύριο αντικείμενο απανταχού των φιλοσοφικών συζητήσεων. Το ότι ντυθήκαμε χειμωνιάτικα ήταν κάτι το αναπόφευκτο άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που ντυνόμαστε με αυτόν τον τρόπο στη Βλάστη. Ξαφνικά το Σαββάτο είπε ο ουρανός να μαλακώσει και σαν σαλιγκάρια οι άνθρωποι να κοιτάξουν ήλιο μαζεύοντας τις ακτίνες του. Και ναι μόνο αυτό μπορεί να σταματήσει κάπως τις “Γιορτές Της Γης” να ‘ναι αυτό που λένε, τουλάχιστον ως προς το πρώτο συνθετικό της φράσεως. Λίγος ο κόσμος κι ακόμη πιο λίγοι οι κατασκηνωτές σε σχέση με άλλες χρονιές που μυρίστηκαν ενδεχομένως τα καιρικά φαινόμενα. Μια οικογένεια όλοι και όλοι, μια χούφτα άνθρωποι να γελάμε κάτω από τα νερά που πέφτουν. Οι γνώριμες φάτσες ήταν σχεδόν όλες εκεί. Στο παρών να πατούν το λόφο με τις οξιές και το χαμόγελο να γλιστράει απερίσκεπτα στα χώματα.
Το φεστιβάλ άνοιξαν μουσικά οι Blues Wire. Αγέροχα και με περίσσια όρεξη ο Ηλίας Ζάικος ως άλλος Διόνυσος σύρθηκε στα blues μονοπάτια ως ένας εκ των κορυφαίων (αν όχι Ο κορυφαίος) εκπροσώπων του είδους στην Ελλάδα. Στον ελάχιστο κόσμο που είχε συρρεύσει οι Blues Wire παρέδωσαν πεντάτονα μαθήματα σε μια και μισή ώρα περίπου και έβαλαν τον πήχη πολύ ψηλά για όλες τις υπόλοιπες μπάντες που θα ακολουθούσαν. Όπως το τρίο του Κώστα Μαγγίνα που συνέχισε σε πιο fusion jazz θέματα με αδιάφορες ατονάλ μελωδίες. Έκπληξη έκανε η διασκευή σε Leonard Cohen (νομίζω ήταν το a thousand kisses deep) με την οποία τελείωσε γλυκά το σετ τους. Μεγάλους μουσικούς δε μπορώ να κρίνω αλλά μπορώ να κρίνω μουσικά αποτελέσματα και το τρίο του Μαγγίνα ήταν μια αδιάφορη και σχεδόν ανούσια μουσική μη παύση μέχρι την έλευση των Mode Plagal.
Οι Plagal καταφέρανε και παίξανε μια ώρα περίπου μέχρις ότου αρχίσει η βροχή να δέρνει το πρόσωπό μας. Σχετικά πιο ήρεμοι από άλλες φορές με αρκετά νέα τραγούδια που όμως δείχνουν ότι κάτι καλό ετοιμάζουν και πάλι.
Από τα άλλα ονόματα που παίξανε στο φεστιβάλ οι Encardia και τα Μωρά Στη Φωτιά κάνανε την διαφορά αν και για τους δεύτερους δεν το περίμενα αυτό ποτέ. Τι ωραία να λαθεύεις! Εδώ αρχίζει και τριγυρνάει ένα είδος σκέψεως στο μυαλό μου. Πως μπορείς να κρίνεις μια συναυλία, ένα γκρουπ; Από το πόσο σε διασκέδασαν, από την υποδοχή και διασκέδαση του κόσμου; Από τις μουσικές τους γνώσεις και το πόσο καλά παίξανε; Τι σημαίνει παίξανε καλά; Από το μουσικό παρελθόν τους και το πόσο έχουν βοηθήσει τη μουσική πορεία ενός έστω μουσικού ρεύματος; Από τις συνθέσεις ή τις διασκευές, από την ενέργεια και το ταμπεραμέντο; Δεν ξέρω… νομίζω κάτι από όλα αυτά. Τα Μωρά Στη Φωτιά λοιπόν μόλο που ποτέ δε μου άρεσαν και ακόμη δε μου αρέσουν κάνανε ένα υπερτίμιο λάιβ. Ένιωθες στην ατμόσφαιρα ότι κάτι τρέχει με αυτούς τους τύπους, χωρίς πολλές φιοριτούρες και λέξεις μεγάλες που να εκβάλουν από το στόμα τους σε αντίθεση με τους παγερά αδιάφορους Kal, οι οποίοι με εξαίρεση ένα δυο κομμάτια ήταν μια μπάντα με πολύ καλούς μουσικούς μα με μέτρια έως άσχημα τραγούδια.
Το κουκλοθέατρο της ομάδας Τα Πάντα Φι δεν κατάφερα να το δω. Λίγο η βροχή λίγο η όλη κούραση δε μου το επέτρεψαν. Είχα και έχω ακόμη μεγάλη απορία πως μπορεί να ΄ναι σε κουκλοθέατρο μια ιστορία του Μπουκόφσκι και αυτή η “Φλογερή Ξανθιά” της ομάδας θα ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία. Άραγε πως να πίνουν οι κούκλες αλκοόλ… Ο Βασίλης Βασιλάτος και η ομάδα των κρουστών του ήταν για άλλη μια φορά εκεί στο λόφο παρουσιάζοντας ηχητικούς γδούπους σε καθημερινή βάση. Θυμάμαι κι έναν μάγο έξω από το χώρο των συναυλιών που μου έφερε μνήμες παιδικές όταν στο χωριό μου διάφοροι γυρολόγοι παρουσίαζαν το νούμερό τους. Αυτή η γλυκιά αίσθηση των παιδικών χρόνων στέκει σαν βατόμουρο αφημένο στα χείλη.
Θα τολμήσω να πω ότι οι “Γιορτές Της Γης”
είναι ίσως το μοναδικό εναλλακτικό
(αν και δε μου αρέσει ο όρος εναλλακτικό)
φεστιβάλ στην Ελλάδα.
Μπορεί η αφίσα και οι άνθρωποι του φεστιβάλ να μην το διατυμπανίζουν, μα για το Θεό αυτό το φεστιβάλ είναι τόσο ξεχωριστό όσο το γιαούρτι από το ραπανάκι. Άνθρωποι απλοί, σεμνοί και με ήθος, οριακή αυτοοργάνωση, χαμόγελα με περίσσια χάρη, μηδενική στοχοποίηση για οποιοδήποτε κέρδος μέσω του φεστιβάλ. Καμία αφίσα με σπόνσορες και χορηγίες μεγάλων εταιριών, οικολογική ευαισθησία και μια απλότητα που δεν την βρίσκεις σε κανένα άλλο θερινό φεστιβάλ. Όταν όλα κυλάνε τόσο φυσιολογικά νιώθεις ένα με το βουνό, ένα με τον χώρο που ανήκεις. Να ευχηθώ μονάχα του χρόνου να έχουμε λιγότερα αυτοκίνητα στο χώρο της κατασκήνωσης και ένα μεγαλύτερο μπάτζετ για να έρθει και πάλι στα ίσια του το μουσικό κομμάτι που τόσα χρόνια μας έχουν συνηθίσει οι “Γιορτές Της Γης”. Συγκροτήματα από την Ευρώπη, άγνωστα στο ευρύ κοινό, που σχεδόν πάντα σε κάνανε να χαίρεσαι την κάθε τους νότα και αυτό είναι κάτι που μόνο σε αυτό το φεστιβάλ μπορούσες να χαρείς.
Η τελευταία μέρα ξημέρωσε με έναν τεράστιο ήλιο για ταβάνι. Ήθελα ένα καφέ και τον ήπια. Κοίταζα γύρω μου και έβλεπα τον κόσμο να χαίρεται τη μέρα. Στο μυαλό μου ήδη πρόβαρα το επόμενό μου ταξίδι για την Τουρκία. Δεν είχα μέρες να ηρεμήσω τις σκέψεις μου. Βάλθηκα να ετοιμάζω τα πράγματα. Όταν αφήνω αυτόν το τόπο πίσω μου είναι σαν να αφήνω ένα κομμάτι του εαυτού μου. Οι “Γιορτές Της Γης” με έχουν κερδίσει εδώ και χρόνια γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που θα ‘θελα να είναι. Βλέπω το χωριό της Βλάστης και είναι σαν να πηγαίνω στο πατρικό μου χωριό. Θα το αποχωριστώ για ένα χρόνο μα ο νους μου όλο το χειμώνα θα ταξιδεύει προς τα εκεί αραιά και που. Σκέφτομαι τη γη και μετράω τα άστρα, ένα καλοκαίρι άρχισε, μοσχοβολάει κρέμες, λάδια και ομπρέλες. Παίρνω τα απαραίτητα και βγαίνω προς το φως τώρα που ο χειμώνας κοιμάται.
–ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΛΑΣΤΗ εδώ…