του Κωνσταντίνου Πρωτόπαππα

Δεν ήθελε φέτος όμως να το κάμει αυτό, μιλάω για τον καιρό, ναι δεν ήθελε. Βάλθηκε τις δυο πρώτες μέρες να ‘ναι γκρίζος και να στάζει ολάκερος όπως άλλες εποχές. Τι μέρες κι αυτές πάλι. Αχόρταγες να ‘ναι και μακριές. Ποιος να το περίμενε ότι ο καιρός μπορεί να τα κάμει όλα ένα κουβάρι και να χαλάσει μια γιορτή που άργησε δυο μέρες. Στη Βλάστη, στο χωριό αυτό που η ομορφιά του είναι ζωγραφισμένη με πινέλα νατουραλιστών, έλαμπε με την απουσία του ο ήλιος. Τα δυο πρώτα πρωινά έκαιγε με το γάντι και ύστερα χανότανε κάτω από τα σύννεφα για να πάρουν σειρά οι στάλες που δε λέγανε να μας αφήσουν σε ησυχία.
Οι Plagal καταφέρανε και παίξανε μια ώρα περίπου μέχρις ότου αρχίσει η βροχή να δέρνει το πρόσωπό μας. Σχετικά πιο ήρεμοι από άλλες φορές με αρκετά νέα τραγούδια που όμως δείχνουν ότι κάτι καλό ετοιμάζουν και πάλι.
Από τα άλλα ονόματα που παίξανε στο φεστιβάλ οι Encardia και τα Μωρά Στη Φωτιά κάνανε την διαφορά αν και για τους δεύτερους δεν το περίμενα αυτό ποτέ. Τι ωραία να λαθεύεις! Εδώ αρχίζει και τριγυρνάει ένα είδος σκέψεως στο μυαλό μου. Πως μπορείς να κρίνεις μια συναυλία, ένα γκρουπ; Από το πόσο σε διασκέδασαν, από την υποδοχή και διασκέδαση του κόσμου; Από τις μουσικές τους γνώσεις και το πόσο καλά παίξανε; Τι σημαίνει παίξανε καλά; Από το μουσικό παρελθόν τους και το πόσο έχουν βοηθήσει τη μουσική πορεία ενός έστω μουσικού ρεύματος; Από τις συνθέσεις ή τις διασκευές, από την ενέργεια και το ταμπεραμέντο; Δεν ξέρω… νομίζω κάτι από όλα αυτά. Τα Μωρά Στη Φωτιά λοιπόν μόλο που ποτέ δε μου άρεσαν και ακόμη δε μου αρέσουν κάνανε ένα υπερτίμιο λάιβ. Ένιωθες στην ατμόσφαιρα ότι κάτι τρέχει με αυτούς τους τύπους, χωρίς πολλές φιοριτούρες και λέξεις μεγάλες που να εκβάλουν από το στόμα τους σε αντίθεση με τους παγερά αδιάφορους Kal, οι οποίοι με εξαίρεση ένα δυο κομμάτια ήταν μια μπάντα με πολύ καλούς μουσικούς μα με μέτρια έως άσχημα τραγούδια.
Το κουκλοθέατρο της ομάδας Τα Πάντα Φι δεν κατάφερα να το δω. Λίγο η βροχή λίγο η όλη κούραση δε μου το επέτρεψαν. Είχα και έχω ακόμη μεγάλη απορία πως μπορεί να ΄ναι σε κουκλοθέατρο μια ιστορία του Μπουκόφσκι και αυτή η “Φλογερή Ξανθιά” της ομάδας θα ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία. Άραγε πως να πίνουν οι κούκλες αλκοόλ… Ο Βασίλης Βασιλάτος και η ομάδα των κρουστών του ήταν για άλλη μια φορά εκεί στο λόφο παρουσιάζοντας ηχητικούς γδούπους σε καθημερινή βάση. Θυμάμαι κι έναν μάγο έξω από το χώρο των συναυλιών που μου έφερε μνήμες παιδικές όταν στο χωριό μου διάφοροι γυρολόγοι παρουσίαζαν το νούμερό τους. Αυτή η γλυκιά αίσθηση των παιδικών χρόνων στέκει σαν βατόμουρο αφημένο στα χείλη.
Θα τολμήσω να πω ότι οι “Γιορτές Της Γης”
είναι ίσως το μοναδικό εναλλακτικό
(αν και δε μου αρέσει ο όρος εναλλακτικό)
φεστιβάλ στην Ελλάδα.
Μπορεί η αφίσα και οι άνθρωποι του φεστιβάλ να μην το διατυμπανίζουν, μα για το Θεό αυτό το φεστιβάλ είναι τόσο ξεχωριστό όσο το γιαούρτι από το ραπανάκι. Άνθρωποι απλοί, σεμνοί και με ήθος, οριακή αυτοοργάνωση, χαμόγελα με περίσσια χάρη, μηδενική στοχοποίηση για οποιοδήποτε κέρδος μέσω του φεστιβάλ. Καμία αφίσα με σπόνσορες και χορηγίες μεγάλων εταιριών, οικολογική ευαισθησία και μια απλότητα που δεν την βρίσκεις σε κανένα άλλο θερινό φεστιβάλ. Όταν όλα κυλάνε τόσο φυσιολογικά νιώθεις ένα με το βουνό, ένα με τον χώρο που ανήκεις. Να ευχηθώ μονάχα του χρόνου να έχουμε λιγότερα αυτοκίνητα στο χώρο της κατασκήνωσης και ένα μεγαλύτερο μπάτζετ για να έρθει και πάλι στα ίσια του το μουσικό κομμάτι που τόσα χρόνια μας έχουν συνηθίσει οι “Γιορτές Της Γης”. Συγκροτήματα από την Ευρώπη, άγνωστα στο ευρύ κοινό, που σχεδόν πάντα σε κάνανε να χαίρεσαι την κάθε τους νότα και αυτό είναι κάτι που μόνο σε αυτό το φεστιβάλ μπορούσες να χαρείς.
–ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΛΑΣΤΗ εδώ…