Η Οικολογική Κίνηση, έχοντας μια ιστορία ενός τετάρτου του αιώνα, παλεύει με συνέπεια για μια άλλη προοπτική στην πορεία της Θεσσαλονίκης, που έχει βρεθεί ουραγός ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πόλεις, σε θέματα κυκλοφοριακών ρυθμίσεων, ρύπανσης, πράσινων χώρων και γενικότερα ποιότητας ζωής ενώ από την άλλη μεριά χαρακτηρίζεται από εθνολαϊκιστικές πρακτικές και ξενοφοβικά κηρύγματα.
Η πάλη ενάντια στο «δικομματισμό» ή τους «αστούς» και το «κεφάλαιο» είναι συνθήματα της Αριστεράς, που εύκολα τα έχει ιδιοποιηθεί η ακροδεξιά, ακριβώς επειδή περιγράφουν ελλιπώς το κοινωνικό πρόβλημα. Κι ακόμη, η αναπτυξιολαγνεία ή η υποβάθμιση της προσωπικής ευθύνης του πολίτη είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν σχεδόν όλους τους πολιτικούς χώρους.
Η συνεπής αντιπολεμική, αντιμιλιταριστική και αντιεθνικιστική στάση της Οικολογικής Κίνησης την έχει φέρει πολλές φορές σε σύγκρουση με εκείνες τις απόψεις που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού φάσματος, βεβαίως και σε εκείνη την Αριστερά, που συγχέει τον αντιιμπεριαλισμό με τον αντιτουρκισμό, που θεωρεί ότι υποστηρίζει τα «εθνικά δίκαια», σε βάρος της συνεννόησης, του διεθνούς δικαίου αλλά και της κοινής λογικής.
Από το 1990 η Οικολογική Κίνηση κάνει μια πρώτη απόπειρα αυτόνομης συμμετοχής στις δημοτικές εκλογές ενώ το 1992 μαζί με την ΑΚΟΑ και άλλους ανένταχτους συγκροτεί την Κίνηση «Οικολογία-Αλληλεγγύη», που το 1994 κατεβαίνει στις εκλογές για το Δήμο (υποψήφιος δήμαρχος Γ. Τζιώλας, 2,6%) και τη Νομαρχία (υποψήφια Φ. Χατζηβασιλειάδου, 3,1%) ενώ το 1998, διευρύνοντας την πολιτική των συμμαχιών, αποδέχεται πρόταση του ΣΥΝ για κοινή εκλογική κάθοδο, με επικεφαλής τον Μ. Τρεμόπουλο ως υποψήφιο νομάρχη. Από το 1998 –ως «Οικολογία-Αλληλεγγύη /Συνασπισμός των Πολιτών»- και μέχρι σήμερα ο Τρεμόπουλος εκπροσώπησε επάξια -πανθομολογούμενα- και έδωσε «το άλλο στίγμα» ως νομαρχιακός σύμβουλος.
Από το φθινόπωρο εντάθηκαν οι συζητήσεις προς την κατεύθυνση της περαιτέρω διεύρυνσης της προσπάθειας, όχι μόνο προς την ΚΟΕ (Ν.Κ. «Αριστερά!») αλλά και προς άτομα στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, κάποιοι από τους οποίους δήλωσαν πρόθυμοι να συνεργαστούν με επικεφαλής και πάλι τον Μ. Τρεμόπουλο. Ατυχώς, η πλειοψηφία του ΣΥΝ, υιοθέτησε διαφορετικό πολιτικό σκεπτικό και έχοντας αποτύχει στην προσπάθεια κεντρικής συνεργασίας με την ΚΟΕ, οδηγήθηκε στην (άγονη κατά τη γνώμη μας) αυτόνομη εκλογική κάθοδο.
Οι λόγοι για το πάγωμα της συνεργασίας Οικολογίας και Αριστεράς είναι πολλοί και δεν εξαντλούνται καθόλου στο διαφορετικό σκεπτικό για τις συνεργασίες ούτε στην επιλογή του επικεφαλής. Έχουν να κάνουν επίσης με το έλλειμμα αυτοδιοικητικής προοπτικής της Αριστεράς και τη συνεπαγόμενη έλλειψη στελεχών με αναγνωρισιμότητα, που να είναι προσανατολισμένα σε τοπικά ζητήματα, καθώς και με την επιβολή επιλογών που υπαγορεύονται από κομματικές ανάγκες της κεντρικής πολιτικής σκηνής. (Πιθανώς μια ψύχραιμη μετεκλογική συζήτηση να μας δείξει δρόμους ενότητας που δεν σκεφτήκαμε να πάρουμε).
Πάντως, από το Μάρτιο η Οικολογική Κίνηση έκανε δημόσια έκκληση προς τις δημιουργικές δυνάμεις της πόλης -τόσο σε δημοτικό όσο και σε νομαρχιακό επίπεδο- για συντονισμό της δράσης μας προς την κατεύθυνση ανατροπής της υπερεικοσαετούς οπισθοδρομικής διοίκησης στο Δήμο και της απαράδεκτης πολιτείας Ψωμιάδη, που οδηγούν την πόλη στην παρακμή. Το μόνο μόρφωμα που απάντησε θετικά ήταν η ομάδα γύρω από τον Γ. Μπουτάρη, με την οποία τελικά επιλέξαμε να συνεργαστούμε, με κριτήριο τη μη κομματική εξάρτησή της και συγγενείς θέσεις για τα δημοτικά πράγματα. Εκπροσωπώντας την οικολογική προβληματική, συμμετέχει σ’ αυτήν ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος ο Γ. Τζιώλας.
Δεν είμαστε λοιπόν χθεσινοί. Έχουμε μια πολύχρονη παρουσία, γνώση των τοπικών προβλημάτων, συνέπεια καθώς και δυναμική, που ξεπερνά το χώρο της Αριστεράς. Έχουμε επίσης στελέχη με εμπειρία δεκαετιών στα προβλήματα του τόπου μας, η οποία μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη. Ειδικά ο Μ. Τρεμόπουλος, με την 30άχρονη ιστορία του στα ζητήματα ποιότητας ζωής, στο χώρο της μαχόμενης δημοσιογραφίας και την οκταετή δυναμική παρουσία του στα έδρανα του Νομαρχιακού Συμβουλίου, είναι περισσότερο ένας καθαρόαιμος ακτιβιστής, που έχει πληρώσει βαρύ αντίτιμο για τη δράση του αυτή, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο. Το ότι τον στηρίζουμε ως ανεξάρτητο υποψήφιο νομάρχη της «Οικολογίας-Αλληλεγγύης» δεν είναι για μας μόνον η καλύτερη επιλογή. Είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στις λογικές της κομματικής περιχαράκωσης αλλά και η μόνη δυνατότητα για να «ενοχλεί» κάποιος στο νέο Νομαρχιακό Συμβούλιο τις ποικιλώνυμες εξουσίες, τους εθνολαϊκιστές και τα συμφέροντα.