Κείμενο του Αλέξανδρου Γεωργόπουλου, για τη διαμάχη που ξέσπασε γύρω από το γνωστό βιβλίο της ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, το οποίο θεωρεί ως ένα ουσιαστικό και αναγκαίο βήμα για τη συγγραφή μιας πιο ορθολογικής εκδοχής της επίσημης ιστορίας.
Δημοσιεύτηκε στην οικολογική εφημερίδα «Εν Οίκω».
Βιβλίο ιστορίας ή βιβλίο υστερίας;
Η διαμάχη που ξέσπασε γύρω από το βιβλίο της ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού δεν είναι καινούργια. Έχει ξαναεμφανιστεί στο παρελθόν, με αφορμή τη συγγραφή άλλων διδακτικών βιβλίων, που κρίθηκαν «αντεθνικά» ή ακόμη και αντιχριστιανικά (ανέφεραν τη δαρβινική θεωρία).
Οφείλουμε να δηλώσουμε εξαρχής ότι το τωρινό βιβλίο συνιστά ένα ουσιαστικό και αναγκαίο βήμα για τη συγγραφή μιας πιο ορθολογικής και εκσυγχρονισμένης εκδοχής της επίσημης εθνικής (πάλι) ιστορίας. Κατά συνέπεια, όλος αυτός ο ορυμαγδός των τελευταίων μηνών μπορεί να μην έχει αντικείμενο άλλο από τον τρόμο για τον πιθανό αφελληνισμό μας (για να γίνουμε τι; Αυτό δεν διευκρινίζεται).
Οι πρωταγωνιστές
Η διαφορά ίσως της τωρινής διαμάχης έγκειται στο ότι ενώ για τα προηγούμενα βιβλία η διαχωριστική γραμμή των αντιπάλων απόψεων ήταν η ίδια που χώριζε δεξιά από αριστερά, τώρα, στο μέτωπο των πολέμιων του βιβλίου αυτού συνωθούνται (για πολλοστή φορά μετά το ζήτημα για το όνομα της FYROM, την κρίση στα Ίμια, την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Σερβία κ.α.) ακροδεξιοί με αριστερούς, αμφότεροι υπεραμυνόμενοι της εθνικής ιστορικής μνήμης.
Η λειψή δημοκρατική κουλτούρα μας
Η αξιοπρεπής διαχείριση μιας διχογνωμίας είναι δείκτης ποιότητας της πολιτικής ζωής ενός τόπου. Όμως οι ανοιχτές απειλές («κρεμάστε τους!») οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί και τα ειρωνικά σχόλια («συνοικιακοί επιστήμονες»), που συνόδευσαν αυτή την πολιτική αντιπαράθεση (και μάλιστα πολλές φορές από ακαδημαϊκούς), δείχνουν πως, αντί να αποδεχόμαστε την ετερότητα βάσει του dictum του Βολταίρου «διαφωνώ με όσα λες αλλά θα υπερασπιστώ το δικαίωμά σου να τα λες έως θανάτου», εμφορούμαστε από το μισαλλόδοξο «διαφωνώ με όσα λες (…) έως θανάτου (σου)». Επί πλέον, αυτή η ένταση αποσπά την προσοχή από την ουσία του θέματος.
Οι ειδικοί και το ευρύ κοινό
Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως για το βιβλίο μπορούν να εκφέρουν γνώμη μόνον οι ειδικοί. Πιθανότατα να ισχύει αυτό για ένα βιβλίο μαθηματικών αλλά εδώ δεν έχουμε μόνο ένα γνωστικό ζήτημα αλλά και τις αξεδιάλυτα συνυφασμένες με αυτό αξίες (ταυτότητα κλπ) οπότε η εμπλοκή του κοινού είναι αναπόφευκτη. Και αυτό δεν είναι αναγκαστικά κατακριτέο. Με τον ίδιο τρόπο που η ειρήνη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια των πολιτικών και των στρατηγών έτσι και η ιστορία ως γνώση (αλλά και οι εγγεγραμμένες αξίες μέσα της) δεν μπορεί να μείνει αποκλειστικά στα χέρια των πανεπιστημιακών και του υπουργείου. Ατυχώς, το αξίωμα αυτό προϋποθέτει μια κουλτούρα πολιτικής ωριμότητας (αυτοπεποίθηση, δυνατότητα διάκρισης μύθων και πραγματικότητας, βούληση για αυτοκριτική) που κατά πάσα πιθανότητα λείπει σήμερα από την ελληνική κοινωνία.
Πολιτική και ιστορία
Δεν είναι δυνατόν να εκπλήσσονται και να αγανακτούν οι πολέμιοι του βιβλίου για τις πολιτικές επιλογές και σκεπτικό που καθοδηγεί την συγγραφή του. Μήπως αυτό δεν γινόταν μέχρι σήμερα; Και όμως όλα τα προηγούμενα -αντίρροπα- βιβλία ιστορίας δεν προκάλεσαν τέτοια μήνι κατευθυνόμενη ενάντια στις πολιτικές σκοπιμότητες που (απέκρυπταν αλλά) εξυπηρετούσαν. Η αλλαγή της πολιτικής συγκυρίας απαιτεί και διαφορετικό τρόπο διαχείρισης του παρελθόντος. Η ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης με τους γείτονες αλλά και οι νεότερες παιδαγωγικές απόψεις (καλλιέργεια της αυτενέργειας, ανάπτυξη της κριτικής σκέψης) απαιτούν αναθεώρηση των σκοπών και μέσων της διδασκαλίας της ιστορίας. Και κριτική σκέψη δεν μπορεί να συνυπάρξει με απόλυτα καλά ή απόλυτα κακά γεγονότα ή «γκραν-γκινιόλ» αφηγήσεις αλλά απαιτεί νηφαλιότητα και αποστασιοποίηση.
Τι είναι η ιστορία;
Γιατί άραγε κατηγορείται το βιβλίο πως αφιερώνει μια ολόκληρη σελίδα π.χ. στα αθηναϊκά καφενεία, στο θέατρο του μεσοπολέμου ή στη διώρυγα της Κορίνθου κλπ; Λάθος! Είναι και αυτά εξαιρετικά σημαντικά γεγονότα και δικαιούνται επαξίως να έχουν μια θέση στην ιστορία του τόπου. Ναι, αντικείμενο της ιστορίας είναι επιπλέον και τα αισθήματα, οι σκέψεις και οι καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων. Κανείς δεν θα ήθελε να ξαναγυρίσουμε στην εποχή που τα βιβλία της ιστορίας ήταν γεμάτα από ονόματα βασιλιάδων, χρονολογίες και πολέμους.
Οι σωτήρες της εθνικής μνήμης
Το επιχείρημα πως το βιβλίο καταστρέφει την ιστορική μνήμη, έτσι ώστε να γίνει ο ελληνικός λαός βολικός υπήκοος της αμερικανικής «αυτοκρατορίας», είναι απλουστευτικό και επί πλέον μας αδικεί, θεωρώντας πως η ελληνική κοινωνία ως αμνήμων Κοκκινοσκουφίτσα άγεται και φέρεται, για να φαγωθεί στο τέλος από τον λύκο/λήθη της παγκοσμιοποίησης. Και πως, επιπλέον, για να γίνει αυτό, πρέπει το βιβλίο της ιστορίας της να μην αναφέρεται με το πάθος (και με το μέγεθος των εικόνων) που θα έπρεπε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη! Τελικά το πρόβλημα της διάσωσης της ιστορικής μνήμης ανάγεται στην εύρεση του σωστού καθοδηγητή για να μην πάρουμε τον «λάθος» δρόμο, μόνοι μας δεν έχουμε καμιά ελπίδα. Σάμπως χρόνια τώρα (που είχαμε τα «σωστά» βιβλία ιστορίας) τα γκάλοπ δεν αποδείκνυαν κάθε τόσο πως αρκετός κόσμος έχει ξεχάσει τι ακριβώς γιορτάζεται στις εθνικές επετείους; Αυτού του είδους η εθνική καταστροφολογία έχει υπερχρησιμοποιηθεί και ξεθωριάσει (σαν τη γνωστό επίκληση του βοσκού που φώναζε «λύκος στα πρόβατα»). Δεν μπορεί πια να προκαλεί φόβο για τον ενδεχόμενο θάνατο του έθνους. Αρνούμενοι την αυτόνομη κοινωνική δράση που σπρώχνει προς την ειρήνευση Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους, λευκούς και μαύρους της Ν. Αφρικής, καθολικούς και προτεστάντες της βόρειας. Ιρλανδίας, Έλληνες και Τούρκους κλπ και θεωρώντας την ως παραπροϊόν της Νέας Τάξης, υιοθετούμε την συνωμοτική άποψη για την ιστορία, που θέλει να βλέπει τις ΗΠΑ και τον Σόρος πίσω από κάθε προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας, γραμμένης έτσι ώστε να τονίζεται η ειρηνική συνύπαρξη και να δίνεται αξία στο βλέμμα του «Άλλου» (είναι εσχάτη προδοσία να ομολογήσουμε ότι ο Κεμάλ ήταν ηγέτης του απελευθερωτικού αγώνα των Τούρκων;) Η τάση όμως αυτή για προσέγγιση και συμφιλίωση υπήρχε και πριν από τον Σόρος και διορατικοί ηγέτες (Αραφάτ-Ράμπιν) κατηγορούνταν πάντα ως εθνικοί μειοδότες από τους εκάστοτε φανατικούς εθνικο-θρησκευτικούς κύκλους των κοινωνιών τους.
Η φαντασιακή κοινότητα του έθνους
Πίσω από τις συμπεριφορές αυτές βρίσκεται το διαβόητο εθνικιστικό όνειρο με την ακαταπόνητη απαίτησή του για ιστορική συνέχεια, η οποία να αρχίζει από ένα ειδυλλιακό και μυθοποιημένο παρελθόν (Παράδεισος), να περνά στην τωρινή περίοδο «έκπτωσης» («τουρκοκρατία», μέχρι σήμερα) και να ατενίζει προς μια μελλοντική ουτοπία στην οποία πρέπει να φτάσουμε, μόνο όμως ξαναβρίσκοντας τις πρωταρχικές αρετές μας (γενναιότητα –ομοψυχία -φυλετική καθαρότητα -Έλληνας γεννιέσαι δεν γίνεσαι! κλπ). Οι αναλογίες με τη θεολογική σκέψη είναι προφανείς. Η μεταφυσική του εθνικισμού έρχεται να καλύψει το κενό που δημιουργείται από την απαξίωση των θρησκειών, δίνοντας υπερβατικό νόημα αθανασίας μέσω της αιωνιότητας του έθνους (κανένα έθνος δεν φαντάζεται το θάνατό του) σε μια καθημερινή ζωή που γίνεται όλο και πιο εκκοσμικευμένη. Ατυχώς, δεν αισθάνονται όλοι απόγονοι του Περικλή –εγώ π.χ. έχω αποφασίσει ότι δεν θέλω να είμαι μόνο Έλληνας. Θέλω να είμαι και Τούρκος, όπως πολλοί άλλοι και άλλες θέλουν να είναι π.χ. Άγγλοι/Αγγλίδες! Με παρεμφερή τρόπο, κατά τη διάρκεια της συγκρότησης του ελληνικού έθνους (αυτό αρχίζει στο τέλος του 18ου αιώνα από Ρωμιούς, Αρβανίτες και Βλάχους), η ιδεολογική ηγεμονία του νεοελληνικού διαφωτισμού (Κοραής) και οι έμποροι, λόγιοι και οπλαρχηγοί αποφάσισαν να αυτοθεσμίσουν την εθνική τους ταυτότητα (ελληνική), στη συνέχεια «κατασκευάζουν» την προγονική σχέση της με τους αρχαίους Έλληνες (Παπαρηγόπουλος) και κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα «πείθουν» και τους υπόλοιπους. Αν αυτή η απόφαση δεν είναι αποτέλεσμα της συλλογικής υποκειμενικής βούλησης, τι μπορεί να είναι; Αντικειμενική απόφαση του Θεού, της ιστορίας, των γονιδίων μας ή ποιου άλλου παράγοντα;
Η αμνησία του εθνικισμού
Ατυχώς ο εθνικισμός απαιτεί επιλεκτική μνήμη. Η ντόπια φαντασιακή εθνική κοινότητα δεν θέλει πιθανώς ούτε να ακούσει για τη δουλεία στην αρχαία Ελλάδα, για την ομοφυλοφιλία της, για την καταστροφή των αρχαίων μνημείων, για τη δυσφορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην επανάσταση του ‘21, για την καταδίκη του Ρήγα και για τις επιστολές του αποστόλου Παύλου που μιλούν για ισότητα Εβραίων και Ελλήνων, ανδρών και γυναικών, ελεύθερων και δούλων ή για τη σύνοδο της Ορθόδοξης εκκλησίας του 1872, που καταδίκασε τον εθνικισμό. Κάποιοι ισχυρίζονται πως η ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία και όχι ο χριστιανισμός είναι το συστατικό του ελληνικού εθνικισμού.
Η εθνικιστική σχιζοφρένεια
Αντιαμερικανισμός αλλά το παιδί μας στο αμερικάνικο κολέγιο. Το ένα χέρι δείχνει την Κωνσταντινούπολη και το άλλο κλέβει την εφορία. Η Μακεδονία είναι ελληνική αλλά καίμε τα δάση της για να τα κάνουμε οικόπεδα Το Αιγαίο είναι επίσης αδιαπραγμάτευτο αλλά το ρυπαίνουμε ασύστολα. Η παράδοση υπεράνω όλων αλλά οι παραδοσιακοί οικισμοί να δοθούν αντιπαροχή και «τσιμέντο να γίνουν». Αντιμετωπίζουμε τον οποιοδήποτε με το κυνικό σκεπτικό «πόσα παίρνει και από ποιόν τα παίρνει» αλλά θεωρούμε πως τα ελατήρια που ωθούσαν τους κλέφτες της «τουρκοκρατίας» ήταν η ελληνική τους συνείδηση. Είμαστε χριστιανικό έθνος (αναφέρεται στο Σύνταγμα) αλλά επιφανείς ποιμενάρχες καλούσαν τους μετανάστες Αλβανούς «να πάνε από κει που ήρθαν» και το 20% των συμπατριωτών μας ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Επί πλέον, δεν είναι καθόλου χριστιανικό χαρακτηριστικό να μη γίνεται εξομολόγηση των εθνικών μας «παραστρατημάτων» και να μην ζητείται συγχώρεση από τις ομάδες που βλάφτηκαν (ή τους απογόνους τους).
Οι εθνικές μας «πομπές»
Δεν μπορούν να κατηγορούν το βιβλίο για παρασιωπήσεις αν τυχόν δεν συμφωνούν να αναφερθούν και οι «δικές μας» ασχήμιες κατά τους διάφορους πολέμους (σφαγή Τριπολιτσάς, ωμότητες στη Μικρασία, συμμετοχή στη σφαγή των άμαχων μουσουλμάνων της Σρεμπρένιτσα κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία κλπ) αλλά και σε καιρό ειρήνης (καταπίεση και εκμετάλλευση προσφύγων-μεταναστών). Πουθενά όμως δεν γράφτηκαν αυτά. Οι εθνικές μας ενοχές έχουν ενταφιάσει τέτοια γεγονότα που μπορεί να λειτουργήσουν καταλυτικά, κάνοντας την αγιοποιημένη αυτοεικόνα μας να καταρρεύσει με πάταγο και αφήνοντάς μας να είμαστε «ίδιοι με τους άλλους» λαούς. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε πως είμαστε ο περιούσιος λαός, αλάθητος, άψογος, ωραίος και το μοναδικό ίσως από τα αρχαία έθνη που κατάφεραν να επιζήσουν ως σήμερα. Αντίθετα είναι επικίνδυνο για τη συλλογική μας ψυχική υγεία.
Εθνικισμός και φεμινισμός
Ιδιαίτερο εκνευρισμό έδειξαν επίσης οι επικριτές του βιβλίου επειδή η Μαντώ Μαυρογένους προβάλλεται περισσότερο (μέτρησαν τις λέξεις πια;) από τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο οι φεμινιστικοί κύκλοι του τόπου μας θα έπρεπε να σχολιάσουν εκτενώς. Υπάρχει κάποιου είδους εκλεκτική συγγένεια της εθνικιστικής στάσης με την «πρέπουσα» θέση -και δημόσια εικόνα- της γυναίκας, που πάντως δεν φαίνεται να είναι ίση με του άντρα; Εδώ που τα λέμε, γνωρίζετε κανένα εθνικιστή, που να είναι ταυτόχρονα φεμινιστής;
Οι εθνικοί μύθοι
Δεν υπάρχει περίπτωση ανάπτυξης θετικών συναισθημάτων από ανθρώπους από τους οποίους έχει αποκρυβεί η αλήθεια. Ποτέ δεν θα τους συγχωρήσω που με άφησαν να φτάσω 35 χρόνων για να μάθω ότι ο Μάρκο Μπότσαρι (και όχι μόνο αυτός) μιλούσε μόνο αλβανικά. Είναι καιρός να καταρρίψουμε μέσα μας τους μύθους (είτε ανακρίβειες είτε μισές αλήθειες) με τους οποίους μας παραγέμισαν (κρυφό σχολειό, Αγία Λαύρα, η ελληνικότητα των Σουλιωτών, η 25η Μαρτίου κλπ) χωρίς να φοβόμαστε πως θα κινδυνεύσει η αυτοεικόνα μας λόγω της μετεξέλιξής μας προς μια «μεταεθνική “διαπολιτισμική” συλλογικότητα». Αν ο αλβανόφωνος Οδυσσέας Ανδρούτσος αποτελεί μέρος της εθνικής μας ιστορίας, γιατί ο ελληνόφωνος Οδυσσέας Τσενάϊ να μη δικαιούται να σηκώσει την ελληνική σημαία;
Μιλάμε για τις αγριότητες όλων (όχι μόνο των «άλλων»)!
Παιδαγωγικά, η πιο σωστή στάση είναι να διαπραγματευόμαστε οτιδήποτε βλέπουν ακούν ή αντιλαμβάνονται τα παιδιά. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται να μπορούμε να διαχειριστούμε το αποτέλεσμα οποιουδήποτε ακούσματος ή θεάματος εισπράττουν τα παιδιά είτε από την τηλεόραση είτε από βιβλία. Επομένως, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την άποψη που θέλει την απαλοιφή των τραυματικών ιστορικών στιγμών. Έτσι και αλλιώς, τα παιδιά εκτίθενται σε μια πλημμυρίδα αίματος απλώς παρακολουθώντας τηλεόραση καθημερινά. Δεν τα μεγαλώνουμε (ούτε θάπρεπε) σε θερμοκήπιο. Αντίθετα, η αναφορά απάνθρωπων γεγονότων μπορεί να είναι η αφορμή για να συζητηθεί το πόσο λίγη από την ανθρώπινη αλληλεγγύη απομένει σε καιρούς βίας και πολέμου.
Ο πλουραλισμός των αιτίων
Με την ίδια λογική, δεν είναι σκόπιμη η παρασιώπηση εμφύλιων τριβών και ταξικών διακρίσεων. Μπορούν να είναι πρώτης τάξεως υλικό για προβληματισμό, σύγκριση με τη σημερινή εποχή, εξερεύνηση συναισθημάτων και προτάσεις για την αντιμετώπισή τους από μεριάς των παιδιών. Αρκεί ο/η δάσκαλος/α να μην παίζει το ρόλο προπαγανδιστή αλλά εμψυχωτή στο δρόμο του παιδιού προς τη μάθηση. Από τις εξερευνήσεις των παιδιών δεν είναι σκόπιμο να λείπει η αιτιολόγηση διαφόρων σημαντικών γεγονότων (είναι μάλιστα απαράδεκτο, αν λείπει). Αλλά -πάλι εν ονόματι της κριτικής σκέψης- καθόλου αυτό δεν σημαίνει πως προσφέρουμε μόνο τη μία «σωστή» εξήγηση. Ας αναφερθούν τα αίτια που προκρίνει κάθε μια ιστορική σχολή και ας αφήσουμε τα παιδιά να αποφασίσουν για τις «σωστότερες». Εννοείται πως ο/η διδάσκων/ουσα δεν επιχειρεί να κρύψει την προσωπική του/της άποψη.
Η πατρίδα μας είναι ο πλανήτης Γη!
Οποιοδήποτε βιβλίο ιστορίας μοιραία θα έχει ελλείψεις. Το τι θα περιέχει είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων. Μπορούμε να αποφασίσουμε πως η τωρινή μας πρωταρχική ανάγκη είναι να προστατεύσουμε τον πλανήτη, που είναι η βάση της ζωής μας και να καταπραΰνουμε τους φόβους μας, δείχνοντας αλληλεγγύη στον κάθε λογής «Άλλο» και διάθεση κατανόησης; Γιατί Γάλλοι και Γερμανοί ιστορικοί έγραψαν κοινό βιβλίο ιστορίας και εδώ ένα εξαιρετικά σημαντικό και ισορροπημένο παρόμοιο έργο, που αναφέρεται στην κοινή βαλκανική ιστορία (από μεριάς της Ελλάδας συμμετέχει η Κουλούρη) να συγκεντρώνει τους μύδρους της κριτικής; Ήρθε καιρός να ξανασκεφτούμε την ταυτότητά μας. Ας το επιχειρήσουμε με γόνιμο τρόπο. Και δεν θα τα καταφέρουμε αν δεν δούμε τον κόσμο με τα μάτια του «Άλλου».
Αλέξανδρος Γεωργόπουλος,
αν. καθηγητής Α.Π.Θ.,
Πρόεδρος της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης,
Ιδρυτικό μέλος των Οικολόγων Πράσινων
Το κείμενο είναι εξαιρετικό !!! Το καθήκον των πνευματικών ανθρώπων και των εκπαιδευτικών είναι να προωθούν αυτή την οπτική της ιστορίας, για να περάσει κάποτε η ανθρωπότητα στην εποχή του πραγματικού πολιτισμού. Σας συγχαίρω !!!
Τα καινούρια βιβλία Ιστορίας της Ε και ΣΤ Δημοτικού είναι όπως τα ultrla light τσιγάρα με 0% πίσσα και νικοτίνη, ή το ραφιναρισμένο ομογενοποιημένο γάλα διαίτης με 0% λιπαρά. Οπως αυτά τα δυο δεν είναι πλέον τσιγάρα και γάλα, γιατί ο φυσικός καπνός έχει σημαντική ποσότητα πίσσας και νικοτίνης και το φυσικό γάλα πολλά λιπαρά, έτσι και αυτά τα βιβλία δεν είναι Ιστορία γιατί είναι απαλλαγμένα και ραφιναρισμένα από τις «βλαβερές ουσίες» του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, αυτές τις «ουσίες» που αν δεν τις γνωρίσουμε, αυτονόητα δεν μπορούμε να τις διαχειριστούμε και να τις χρησιμοποιήσουμε προς όφελος της κοινωνίας και των γειτόνων μας.
Η Ιστορία και μάλιστα η σχολική, ανέκαθεν γράφεται από την κυρίαρχη τάξη για την διαμόρφωση και χειραγώγηση κατά το δοκούν των συνειδήσεων των υπηκόων εξ απαλών ονύχων, είτε αυτή είναι η Νέα, είτε η Παλιά Τάξη!!! Πολεμάμε τη Νέα Τάξη και το εφιαλτικό μέλλον που μας επιφυλάσσει: της κοινωνικής ομογενοποίησης ως σιωπηλού εργαζόμενου και παθητικού καταναλωτή, των συνεχών πολέμων, της επιβολής των μεταλλαγμένων και πυρηνικών, και της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας εις βάρος της κοινωνίας, της υγείας και του πλανήτη. Ομως έχουμε σιχαθεί και αποστρεφόμαστε την Παλιά Τάξη για την μισαλλοδοξία, τα ποτάμια αίματος και την τυφλή πίστη σε κλούβια ιδανικά με τα οποία το φάντασμά της συνεχίζει να δηλητηριάζει γενιές μαθητών και πολιτών.
Δεν είμαστε λοιπόν ούτε με τη μία ούτε με την άλλη Κυρίαρχη Τάξη. Ή θα αναφέρονται στα βιβλία Ιστορίας οι ωμότητες ΟΛΩΝ των πλευρών στις κοινωνικές, θρησκευτικές και εθνοτικές συγκρούσεις, ή δεν χρειάζεται ΚΑΘΟΛΟΥ μάθημα ιστορίας στο δημοτικό! Ενας πολιτικά ορθός αχταρμάς γεγονότων, όπου τα ήδη γνωστά στα παιδιά από το σόι τους τραγικά γεγονότα (συνήθως από μονόπλευρες αφηγήσεις) θα αποκρύβονται στο βιβλίο ως θέματα ταμπού δεν ωφελεί, ίσως να κάνει χειρότερα τα πράγματα. Αντί για αυτή την νερόβραστη σούπα θα πρέπει να γίνει μια δημιουργική προσπάθεια να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με τους τραυματικούς πυρήνες που διχάζουν εδώ και έναν αιώνα τα έθνη και να επέλθει πραγματική «κάθαρση» στις επόμενες γενιές και των δύο πλευρών.
Συνεπώς, αντί αυτής της παντελώς άχρηστης για τους μαθητές ούλτρα-λάιτ ιστοριογραφίας που πάλι εξυπηρετεί την άρχουσα τάξη στις σύγχρονες προθέσεις της, είναι προτιμότερη και πιο χρήσιμη η επαναφορά των μαθημάτων ζωολογίας, φυτολογίας, ηθολογίας ζώων, οικοσυστημάτων, κλπ όπου έχουν όλοι μαύρα μεσάνυχτα γιατί, ενώ διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την όποια αναφορά στη μνημόνευση του Κεμάλ ως τέκνο της Θεσσαλονίκης, αδιαφορούν για την εγκληματική αναθεώρηση του άρθρου 24 για τα δάση, τα νομοσχέδια για αλλαγές στον αιγιαλό και τα καταστροφικά «μεγάλα έργα» της πόλης. Αυτά τα μαθήματα κάποτε διδάσκονταν έστω και με άσχημο και βαρετό τρόπο. Καιρός να επανέλθουν και να συμπληρωθούν με πιο σύγχρονο και ολοκληρωμένο παιδαγωγικό περιεχόμενο.
Η σεμνότητα της ιστορίας (η Ελληνική ακόμη να φανεί..)
Στο εξαιρετικό κείμενο του Μπόρχες “Η σεμνότητα της ιστορίας” αναφέρονται μερικά γεγονότα, όπως καταγράφηκαν στην ιστορία. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ίδια τη συγραφή της ιστορίας που φαίνεται να σηματοδοτεί καταστάσεις. Έτσι, ο Ισλανδός ιστορικός Στούρλασον (1225) εξιστορεί τον μάταιο πολεμικό τυχοδιωκτισμό της φυλής του και την προειδοποίηση των εχθρών που αγνοήθηκε με τραγική κατάληξη.
Σε μια διαδικασία πολιτικής ωρίμανσης είναι κρίσιμο στοιχείο η αυτοκριτική και η ανάληψη ευθυνών για όποια τυχόν λάθη. Μπορούμε να μιλήσουμε για μια διαδικασία εθνικής ωρίμανσης; Αν παραδεχτούμε πως όσοι βρεθήκαμε σε αυτό τον γεωγραφικό χώρο, μιλάμε ελληνικά, και αισθανόμαστε έλληνες (με περηφάνεια ή με ντροπή, όπως εγώ) τότε μπορούμε να μιλήσουμε για εθνική ωρίμανση.
Πότε λοιπόν θα ωριμάσουμε; Πότε θα μπορέσουμε με θάρρος να αντιμετωπίσουμε τα μελανά σημεία της δικής μας ιστορίας και να αισθανθώ επιτέλους και εγώ περήφανος; Περήφανος δεν μπορώ να αισθανθώ απλά και μόνο γιατί αισθάνομαι Έλληνας:
_Ζω στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου;
_Ανήκω στους καλύτερους εραστές – ερωμένες, με τις καλύτερες επιδόσεις του κόσμου;
_Είμαστε (ακόμη;) αυτοί οι ίδιοι που μετέδωσαν το φως στο δυτικό πολιτισμό;
_Μοιράζομαι σχέσεις καλής γειτονίας με τα όμορα κράτη ή τα έχουμε καταφέρει έτσι που ανά πάσα στιγμή να φοβόμαστε τους γείτονές μας;
_Πιστεύω πως μόνο η δική μου θρησκεία είναι η αληθινή;
_Απολαμβάνω τις υπηρεσίες και τα ωφέλη για τα χρήματα που το Ελληνικό Κράτος μου παρακρατά με φόρους;
_Μπορώ να εμπιστευτώ τον συμπολίτη μου;
Το κείμενο του Γεωργόπουλου το βρίσκω εξαιρετικό γιατί αν μη τι άλλο με περισσή υπομονή περιμένω χρόνια να μπορέσουν ώστε να θιχτούν κάποια πράγματα. Είναι δικαίωμά μου να μπορέσω να αισθανθώ περήφανος όχι για το τι έπραξαν οι πρόγονοί μου πριν 2500, 2000, 1000, ή 200 χρόνια, αλλά για τις σημερινές μας πράξεις. Θέλω να αισθανθώ περήφανος για τη σημερινή πράξη τόλμης και θάρρους που ένα έθνος κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη και αρχίζει και αναγνωρίζει τις ατέλειες του. Ανάεσα σε αυτά, δεν μπορώ να αγνοώ και τη βούληση ενός όμορου έθνους να αυτοπροσδιορίζεται και να καταδικάζω σε ανυπαρξία συντοπίτες μου που μιλάνε τη δική τους γλώσσα σήμερα στην Ελλάδα.
Πολλές φορές ένιωσα το τρανό καμάρι της φυλής μας να εξαχνούται εύκολα, μπαίνοντας σε ένα διεθνές αεροπλάνο, άπειρες φορές πληγώθηκα από την “εθνική υπερηφάνεια” τρίτων, όσο ήταν σε ιδεατή υπεροχή μέσα στη χώρα τους και με προσέβαλαν, ως ξένο. Σίγουρα η βλακεία είναι διεθνές προνόμιο. Κι απ’ την άλλη χάρηκα συνήθειες και δημιουργία λαών, πιστεύω στην παγκόσμια γλώσσα της ειλικρίνειας και της -βαθειά υπάρχουσας – ήμερης ανθρώπινης φύσης, τουλάχιστον σε πολλούς ανθρώπους. Μου λείπει ένας κρίκος στη σκέψη μου. Η ανάγκη ή όχι ταυτότητας. Κυρίως για τους νέους. Ποια είναι η παγκόσμια ταυτότητα; Πώς μπορεί να ζει κανείς σε ένα κόσμο αγριμιών, με αγαθές βάσεις και προθέσεις; Πώς θα αντέξεις τη φθορά της διαφοράς με τα πάντα; Πώς να καθοριστείς “διεθνιστικά”, “μη ανταγωνιστικά”, χωρίς τις συνήθεις “φιλοδοξίες” και τους “εύκολους προσδιορισμούς”, σα νέος, σε ένα περιβάλλον τόσο εχθρικό; Δε μιλάμε για τις ηλικίες μας, βέβαια. Εμείς ό,τι ήταν να πάθουμε, το πάθαμε….
Μπραβο Αλέκο!!