Σκέψεις για τις σχέσεις αριστεράς και οικολογίας

Εισήγηση του Ευρωβουλευτή των Οικολόγων Πράσινων Μιχάλη Τρεμόπουλου σε Εκδήλωση Διαλόγου της Ανανεωτικής Πτέρυγας του ΣΥΝ με θέμα: “Αριστερά και Οικολογία” που πραγματοποιήθηκε χθες βράδυ σε αίθουσα ξενοδοχείου με τη συμμετοχή πάνω από 250 μελών και φίλων της Ανανεωτικής Πτέρυγας και των Οικολόγων Πρασίνων και μέσα σε ένα κλίμα διαλόγου και ευρείας ανταλλαγής απόψεων.

Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση να συμμετέχω στην εκδήλωση αυτή, με ένα θέμα για το οποίο θα μπορούσε να γραφεί οκτάτομη εγκυκλοπαίδεια. Εύχομαι να καταφέρουμε να προχωρήσουμε και να μην καταλήξουμε στο ακρωτήριο των Ναυαγών της Καλής Ελπίδος.

Θέλω εξαρχής να υπερασπιστώ το στοιχείο της συμπάθειας στην ουτοπική διάσταση της πολιτικής, με την έννοια του ου-τόπος. Κι αυτό ακριβώς γιατί η σημερινή συγκυρία απαιτεί να πούμε δυο λόγια για την αντιεξουσιαστική και επαναστατική βία από ανθρώπους που οραματίζονται μια άλλη κοινωνία αλλά καταλήγουν να την υποσκάπτουν λόγω των μέσων που χρησιμοποιούν. Αν και είναι αυτονόητο ότι ο ριζοσπαστικός ειρηνισμός μας και η αξία της μη-βίας μας φέρνει ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή βίας, έστω και επαναστατικής, πρέπει να απορρίψουμε και πάλι την τρομοκρατία των δήθεν επαναστατικών «πρωτοποριών», που δεν αποτελεί παρά μια άλλη μορφή αυταρχισμού και που, ως αποτέλεσμα, δεν έχει παρά την αύξηση του κοινωνικού συντηρητισμού και την προσφορά άλλοθι για την υιοθέτηση πολιτικών καταστολής και περιστολής των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Οι άνθρωποι, η νέα γενιά, έχουν ανάγκη να οραματίζονται και μάλιστα στη σύγχρονη εποχή του κυνισμού. Νιώθουμε συμπάθεια για αρκετές ελευθεριακές και αντιαυταρχικές απόψεις, πάντα σε ένα μη-βίαιο και δημιουργικό πλαίσιο. Ιδιαίτερα στα πλαίσια της εκπαίδευσης, της ομοσπονδιακής αντι-ιεραρχικής οργάνωσης, της δικτύωσης τοπικών παραγωγών (π.χ. βιολογικών προϊόντων, οι οποίοι κινδυνεύουν να γίνουν βορά των διατροφικών πολυεθνικών), νομίζουμε ότι παρέχουν ενδιαφέρουσες προοπτικές, ακόμη και αν δεν υπάρχει ακόμη η ωριμότητα για την πλήρη υιοθέτησή τους. Το ίδιο ισχύει και για πρωτοβουλίες όπως οι ανταλλαγές αγαθών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος. Η απάντηση στη δράση του “Επαναστατικού Αγώνα” -όσο κι αν σε κάποιους φαίνεται ξενέρωτο- είναι προσπάθειες σαν την εναλλακτική κοινότητα «Πελίτι», που το Σαββατοκύριακο είχε πανελλαδική συνάντηση, αποτελώντας ένα ενδιαφέρον παράδειγμα ανταλλαγής σπόρων παραδοσιακών ποικιλιών.

Είναι χρήσιμο να προσπαθούμε να συνδυάσουμε γόνιμα το ρεαλισμό με το ουτοπικό στοιχείο της πολιτικής οικολογίας και δεν περιμένουμε την… επανάσταση ή… το λιώσιμο των πάγων για να αρχίσουμε να αλλάζουμε τις συνειδήσεις και τις πρακτικές τις δικές μας και των διπλανών μας.

Από τη δεκαετία του ’70, που άρχισαν να κάνουν εμφανή την παρουσία τους τα οικολογικά κινήματα, συνεχώς καταγγέλλουν τα συμφέροντα, την υποβάθμιση της ζωής και της φύσης, την περιστολή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το μιλιταρισμό, τον καταναλωτισμό, την κερδοσκοπία, την πείνα κ.α. Σίγουρα, αρκετοί μας αντιμετωπίζουν σαν τους προφήτες των νέων καιρών: η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση, η αποδάσωση, η ερημοποίηση, τα μεταλλαγμένα, τα πυρηνικά, η εξάντληση των πρώτων υλών, οι πόλεμοι για το πετρέλαιο, η υποβάθμιση των πόλεων, η καταστροφή των ελεύθερων χώρων, η εξουθένωση των λιμνών και των ποταμών, τα αστικά και βιομηχανικά απόβλητα, η κυριαρχία του αυτοκινήτου, η επέκταση των οικισμών, η χημικοσυντηρούμενη και υδροβόρα γεωργία, η πολιτική διαφθορά, η συντριβή του ψυχισμού και της αλληλεγγύης των ανθρώπων, έχουν πιστωθεί στους οικολόγους ως θεματολογία αλλά και ως αξιακό σύστημα.

Τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα δόθηκε αρκετή έμφαση στις διαφορές του οικολογικού κινήματος από την αριστερά. Έχουμε μιλήσει για τον παραγωγισμό και την άκριτη υποστήριξη της έννοιας της ανάπτυξης, το βιομηχανισμό και τον εργατισμό, την προσέγγιση της «μεγάλης νύχτας της επανάστασης» και του ζητήματος της επαναστατικής ή εξεγερτικής βίας, του συγκεντρωτισμού και του κρατισμού. Υπήρχε ανάγκη να κατοχυρώσει ο οικολογικός χώρος τους όρους της δικής του πολιτικής αυτονομίας και να υπάρξει ως νεοεμφανιζόμενη πολιτική δύναμη στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Υπήρχε ανάγκη να αποδείξει ότι ήταν μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής κίνησης, διαφορετικής από την αριστερά.

Σήμερα που αρχίζουν όλα τα παραπάνω να ξεκαθαρίζουν και να παγιώνονται, αντιμετωπίζουμε κινδύνους από την αντίθετη μεριά. Να παραγνωρίσουμε τις υπαρκτές συγγένειες με το χώρο της αριστεράς, να απεμπολήσουμε οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες συνεργασίας και να τσαλαβουτήσουμε στα θολά νερά ενός «κεντρώου» ή «μεσαίου» χώρου που θα είναι της μόδας αλλά θα έχει χάσει τη δυναμικότητα και το ιδιαίτερο στίγμα του. Που θα έχει χάσει σε τελική ανάλυση την ικανότητα της πολιτικής παρέμβασης από ξεκάθαρες και δυνατές βάσεις. Που στο όνομα του ρεαλισμού και της πολιτικής αποδοχής θα έχει χάσει τη ριζοσπαστικότητά του, τη φρεσκάδα του και τη δυναμική της κοινωνικής αλλαγής.

Για να επανεξετάσουμε, ωστόσο, τις συγγένειες του οικολογικού χώρου με την αριστερά θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα «με ποια αριστερά»; Εμείς διακρίνουμε και κρατάμε αποστάσεις από τη δογματική, σταλινική αριστερά αλλά νιώθουμε ότι μας συνδέουν αρκετά με την κριτική αριστερά των δικαιωμάτων, της ανοχής στη διαφορετικότητα και των αντιαυταρχικών λύσεων. Από την αρχή ήταν ξεκάθαρο ότι είμαστε υπέρ των συλλογικών λύσεων και όχι υπέρ μιας ατομικής (και ατομικιστικής) νεοφιλελεύθερης προσέγγισης. Επίσης, από την αρχή πιστεύαμε ότι βασικό κριτήριο πάντων (και της προστασίας του περιβάλλοντος) δεν είναι η χρηματική (ανταλλακτική) αξία, αλλά η αξία που προσδίδουμε εμείς, οι ανθρώπινες κοινωνίες, σε πράγματα και (κοινωνικές και περιβαλλοντικές) διαδικασίες. Γι’ αυτό και συμφωνούσαμε με το σύνθημα «οι άνθρωποι (και το περιβάλλον) πάνω από τα κέρδη» και συμμετείχαμε στις πρωτοβουλίες και διαδηλώσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών και της ασύδοτης καπιταλιστικής καταλήστευσης του πλανήτη.

Στη Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον, η συνάντησή μας με οργανώσεις της αριστεράς καταγράφει μια ιστορία ήδη από τη δεκαετία του ’70 και ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν είχαμε συναντηθεί σε κοινούς αγώνες ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία και τον εθνικισμό και υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της προστασίας του περιβάλλοντος. Συνεργαστήκαμε μαζί τους σε δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές (1994, 1998, 2002), μέχρι τη στιγμή που επέλεξαν να ενταχθούν ορισμένοι στο Συνασπισμό και άλλοι αργότερα στο ΣΥΡΙΖΑ. Σημείο καμπής ήταν και η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ μακριά από τη στρατηγική προσέγγισης που είχε ήδη εγκαινιάσει ο ΣΥΝ με το χώρο της οικολογίας.

Είναι ενδεικτικό ότι το Μάρτιο του 2000, η πρόταση της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης για τη δημιουργία του Οικολογικού Φόρουμ, που κατέληξε στους Οικολόγους Πράσινους, περιλάμβανε και το ότι «η δικιά μας οικολογία» ήταν και αριστερή. Γράφαμε τότε ότι «η δικιά μας οικολογία εντάσσεται στο γενικότερο ιστορικό κίνημα της ανθρώπινης χειραφέτησης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της συλλογικής διαχείρισης των αναγκών μας αλλά όχι στην τραγική εμπειρία της εξουσίας των γραφειοκρατών και των γκουλάγκ. Πιστεύει στη σύγκλιση των αντιστάσεων στη νεοφιλελεύθερη λογική της αγοραίας οικονομίας και της κοινωνίας του ατομικού κέρδους».

Σημαντικό ρόλο σε αυτή την αναφορά στις συγγένειές μας με το χώρο της αριστεράς έπαιξε η ειρηνιστική, αντιρατσιστική και αντιεθνικιστική δράση του χώρου μας, όπως και οι επιδράσεις μας από την Κοινωνική Οικολογία του Μάρεη Μπούκτσιν και των συνεργατών του. Ένας από αυτούς, ο P. Staudenmaier, αναφέρει: «Ο “περιβαλλοντισμός” από μόνος του δεν υπαγορεύει μια πολιτική. Πρέπει να ερμηνευτεί, να διαμεσολαβηθεί από μια κοινωνική θεωρία προκειμένου να προσλάβει πολιτικό νόημα. Η παραγνώριση της αλληλοσυσχέτισης ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό αποτελεί σήμα κατατεθέν της αντιδραστικής οικολογίας». Αυτό το ρεύμα προβληματισμού μας έχει οδηγήσει και σε διανοούμενους που μπορούν ίσως να χαρακτηριστούν ως οι πρωτεργάτες μιας πρώιμης σύγκλισης αριστεράς και οικολογίας. Αναφέρομαι βέβαια στους πρωτοπόρους διανοητές της Σχολής της Φραγκφούρτης, όπως τον Αντόρνο και τον Χορκχάϊμερ, που δεν δίστασαν να χαράξουν μονοπάτια ίσως και αιρετικά για τον ορθόδοξο μαρξισμό στην κριτική του βιομηχανικού πολιτισμού που ανέπτυξαν. Αναφέρομαι, ωστόσο, και στους επιγόνους τους, όπως τον Μαρκούζε και τον Έριχ Φρομ, που τόσο πολύ επηρέασαν τα νέα κινήματα της δεκαετίας του ’60, τα οποία θεωρούνται και ο προθάλαμος της δημιουργίας του οικολογικού κινήματος. Αν είναι να συνομιλήσουμε με όρους μαρξισμού, αυτό θα είναι μόνο σε ένα τέτοιο «κριτικό» πλαίσιο και όχι βέβαια με όρους «ορθοδοξίας».

Συνεχίζοντας την αναφορά στις συγγένειες με την κριτική αριστερά, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ και στην κριτική μας στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Σ’ ένα κείμενο που κυκλοφόρησε προεκλογικά το 2007, γράφαμε: «Θεωρούμε ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός σε τελική ανάλυση ενέχει αντιφάσεις που τον φέρνουν σε αντίθεση με άλλες πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες και γενικότερα με τον κοινωνικό φιλελευθερισμό».

Οι οικονομικές ελίτ έχουν πλέον ισχυροποιηθεί τόσο που δεν ανέχονται «κοινωνικούς» περιορισμούς. Πιστεύουμε ότι το μέλλον της προοδευτικής πολιτικής έγκειται πλέον στην αποδυνάμωση (και με νομοθετικά μέσα) των μεγάλων και πολυεθνικών επιχειρήσεων (που λειτουργούν και σαν μικρές δικτατορίες) και στην ενδυνάμωση, αυτοοργάνωση και δικτύωση των μικρών παραγωγών, σε μια οικονομία αποκεντρωμένη και τοπικής κλίμακας, που να σέβεται τα τοπικά φυσικά χαρακτηριστικά (γονιμότητα εδάφους, διαθεσιμότητα νερού και φυσικών πόρων, μη-οικονομικές περιβαλλοντικές παροχές) και να ελέγχεται από τις δημοκρατικές διαδικασίες των ώριμων και υπεύθυνων τοπικών κοινωνιών, στο πλαίσιο ενός ευρύτατου πολιτικού δικτύου που να αντιμάχεται την πολιτική κυριαρχία των οικονομικών ελίτ.

Υποστηρίζουμε τα δίκαια των εργαζομένων, των άνεργων, των χαμηλοσυνταξιούχων και των γυναικών, ιδιαίτερα σήμερα που σε συνθήκες κρίσης η φτώχεια και η ακρίβεια καλπάζουν και θέτουν σοβαρά ζητήματα επιβίωσης σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Ωστόσο, θέλουμε οι θέσεις μας να χαρακτηρίζονται από μετριοπάθεια. Για να δώσουμε άμεσες και πρακτικές λύσεις, δεν διστάζουμε να συζητάμε ακόμη και κυβερνητικές συνεργασίες στη βάση προγραμματικής συμφωνίας, που θα προκύπτει μέσα από ευρεία και δημοκρατική διαβούλευση. Είναι επείγον να ληφθούν μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος που να υποστηρίζονται από ευρείες πλειοψηφίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, όπως επίσης και μέτρα για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την αντιμετώπιση της διαφθοράς, ώστε να μπορέσουν να υιοθετηθούν απαραίτητες για την κοινωνία αλλαγές. Θέλουμε να προσπαθήσουμε να ισορροπήσουμε σε δυο βάρκες, την κεντρική πολιτική και την κινηματική.

Υπάρχουν θέματα που είναι ώριμα στην ελληνική κοινωνία και θα μπορούσαν τα κόμματα να ανοίξουν μια προγραμματική συζήτηση, ώστε και οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν, με βάση τις προτάσεις, τις συγκλίσεις ή τις αποκλίσεις. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα πρόγραμμα που θα συμβάλει στην στροφή της πολιτικής στην Ελλάδα σε μια κατεύθυνση που τα κύρια στοιχεία της είναι η οικολογική βιωσιμότητα, η κοινωνική αλληλεγγύη, μια πράσινη οικονομία και η συμμετοχική δημοκρατία, ισχυρή πολιτική δέσμευση για περιβαλλοντική πολιτική, πολιτική για την κλιματική αλλαγή κ.α.

Μια αυστηρή περιβαλλοντική πολιτική, η αντιμετώπιση της διαφθοράς, της κομματοκρατίας και της αναξιοκρατίας, η απόρριψη του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, η αποδυνάμωση των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και της κοινωνικής πολιτικής, η συμμετοχική δημοκρατία, η μείωση των εξοπλισμών κτλ, έχουν σαφέστατη κοινωνική πλειοψηφία. Άλλες προτάσεις μας, όπως π.χ. η υιοθέτηση ενός νέου Πράσινου Κοινωνικού Συμβολαίου, η δημιουργία νέων πράσινων θέσεων εργασίας, ο περιορισμός της φορολογίας στην εργασία και η επιβάρυνση των δραστηριοτήτων με περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, εκτιμούμε πως είναι θέμα χρόνου να γίνουν γνωστές και να υιοθετηθούν από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, αλλά και να αναζητήσουν μαζί μας ένα συνολικό εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης, οικολογικό και κοινωνικά αλληλέγγυο.

Δε χαϊδεύουμε αυτιά. Ούτε υιοθετούμε κάθε αίτημα για να γίνουμε αρεστοί. Έχουμε παγκόσμια συνείδηση. Μας ανησυχεί π.χ. ότι την ίδια στιγμή που στον αναπτυγμένο κόσμο τα ινστιτούτα αδυνατίσματος θριαμβεύουν, τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού επιβιώνουν με ελάχιστα ευρώ την μέρα. Και ότι ο κόσμος οδηγείται σε ανασφάλεια, συγκρούσεις, τρόμο, ξενοφοβία και αποξένωση.

Προχωρούμε στην αμφισβήτηση των ίδιων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών αιτίων, που δημιουργούν και αναπαράγουν την απειλή καθολικής κατάρρευσης. Κι οφείλουμε να προτάξουμε ένα νέο όραμα. Θέλουμε να φτιάξουμε τους καιρούς μας. Να ζήσουμε καλύτερα αλλά σήμερα.

Οι Οικολόγοι Πράσινοι είναι μια σαφής ευρωπαϊκή δύναμη. Εκτιμούμε ότι στην ενοποιημένη Ευρώπη, σε αυτό που η ανανεωτική αριστερά έλεγε από παλιά “κοινό σπίτι των λαών, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια”, προσφέρεται ένα ευρύ πεδίο παρεμβάσεων και συμμετοχής στις εξελίξεις, συχνά απέναντι στις κυβερνήσεις και διαμορφώνοντας θεματικές πλειοψηφίες για μια σειρά «πράσινα» αιτήματα.

Πως βλέπουν, όμως, ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ την ευρωπαϊκή προοπτική; Αυτό αναρωτιόμουν στην «Αυγή» στις 7.2.2008. Ποιος θα δώσει ώθηση στη διαδικασία συγκρότησης μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, που θα στηρίζεται σε αξίες και σχέσεις δημοκρατικές, οικολογικές, ανθρωπιστικές; Ποιος θα παλέψει για αναβάθμιση του Ευρωκοινοβουλίου, για λογοδοσία της Κομισιόν και του προέδρου της, για τις διαδικασίες που μπορούν να δημιουργήσουν την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, κουλτούρα και συνείδηση; Με ποιες συμμαχίες θα φτιάξουμε τους καιρούς μας, επιβάλλοντας κρίσιμες αλλαγές και δομικές μεταρρυθμίσεις; Πως θα σταματήσουμε την αλλαγή του κλίματος; Πως θα βάλουμε στη θέση των εθνικισμών και των πολέμων το όραμα μιας ανοικτής, πολυπολιτισμικής κοινωνίας;

Η σκληρή κριτική μας στον κόσμο που ζούμε είναι γιατί είμαστε ερωτευμένοι με τη ζωή και θέλουμε να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο πιο όμορφο και δεν περιμένουμε να καταρρεύσει το σύστημα για να εφαρμόσουμε τις προτάσεις μας. Φτιάχνουμε τους καιρούς που ζούμε και παλεύουμε ‘να σώσουμε οτιδήποτε κι αν σώζεται’.

Πράσινα κόμματα έχουν πλέον παρουσία και επιτυχίες σε όλες τις ηπείρους και συνεχίζουν να επεκτείνονται σε «άγονες» μέχρι τώρα χώρες. Εντυπωσιακές επιτυχίες έχουν οι Πράσινοι και ως δημοτική διαχείριση σε πόλεις μεσαίου κυρίως μεγέθους. Υπάρχουν σήμερα πόλεις χωρίς αυτοκίνητα, πόλεις χωρίς σκουπίδια.

Το οικολογικό κίνημα έχει αποδείξει ότι μπορεί να επιβάλλει κρίσιμες αλλαγές και δομικές μεταρρυθμίσεις: σαφές χρονοδιάγραμμα κατάργησης των πυρηνικών εργοστασίων, στήριξη συνεταιρισμών παραγωγών-καταναλωτών, διασύνδεση της αγροτικής πολιτικής με τη διατροφική ασφάλεια και την προστασία των καταναλωτών, ισότιμη ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία, δημόσια χρηματοδότηση για ανακαινίσεις κατειλημμένων κτιρίων κ.α.

Σήμερα οι λύσεις δεν μπορεί να είναι απλά αριστερές ή οικολογικές. Πρέπει να συνδυάζουν την αγωνία «να σώσουμε λίγο απ΄ το αύριο που μας κλέβουν», με την αμφισβήτηση των ίδιων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών αιτίων, που δημιουργούν και αναπαράγουν την απειλή καθολικής κατάρρευσης. Πρέπει να αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα του επαναπροσδιορισμού των αναγκών μας και του τρόπου ζωής μας, παράλληλα με την προώθηση ριζικών, δομικών αλλαγών στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Πρέπει να αμφισβητούν έμπρακτα την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο σε άνθρωπο, του άνδρα πάνω στη γυναίκα, των αναπτυγμένων χωρών πάνω στις υπανάπτυκτες, της πλειοψηφίας πάνω στις μειοψηφίες, των κρατών πάνω στις μειονότητες, της «κανονικότητας» πάνω στις ιδιαιτερότητες, του φυσιολογικού πάνω στο «αποκλίνον».

Σε όλη την Ευρώπη, οι Πράσινοι αποτελούν έναν 4ο διακριτό πολιτικό πόλο, πέρα από τη Δεξιά, τη Σοσιαλδημοκρατία και την Αριστερά. Αναγνωρίζουμε την πολιτική μας καταγωγή από τον χώρο της πολιτικής αμφισβήτησης που προέκυψε από τα κινήματα της νεολαίας κατά τη δεκαετία του 1960 και από την κριτική (και αυτοκριτική) αριστερά και μας ενώνει με αυτήν η επιθυμία για κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική αλλαγή. Ταυτόχρονα, σε ζητήματα δικαιωμάτων και ελευθεριών βλέπουμε φιλελεύθερους κοινωνικούς χώρους να βρίσκονται πιο μπροστά από την Αριστερά, αμφισβητώντας ότι η γραμμική διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς μπορεί να ερμηνεύει πλέον ικανοποιητικά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τα ζητήματα του 21ου αιώνα.

Είναι, λοιπόν, αυτονόητο να συζητάμε και για συνεργασίες και ιδιαίτερα στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης, τον κατεξοχήν ευνοϊκό χώρο για την ανάπτυξη και εφαρμογή των οικολογικών ιδεών. Και δεν είναι δυνατόν να μη συζητήσουμε για συνεργασίες με το χώρο της κριτικής και δημοκρατικής αριστεράς, χωρίς να καλύπτουμε και να στρογγυλεύουμε τις διαφορές μας, αλλά και χωρίς να παραγνωρίζουμε τις πολύ ουσιαστικές συγγένειες.

Κι όπως αναφέρει πρόσφατη τοποθέτηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας του ΣΥΝ, “τα οξύτατα προβλήματα της συγκυρίας και η αίσθηση της ευθύνης επιβάλλουν τη συνάντηση, με όρους ισοτιμίας και αυτονομίας, δύο χώρων με διαφορετικές μέχρι σήμερα στρατηγικές ιεραρχήσεις και προτεραιότητες”.

Το 3,5%, που έδωσαν οι πολίτες στους Οικολόγους Πράσινους στις ευρωεκλογές, προφανώς αντανακλά την αποδέσμευση σημαντικού αριθμού πολιτών που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις. Στην ελληνική κοινωνία έχουν γίνει βαθιές αλλαγές σε επίπεδο αξιών και ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας –κυρίως νέοι- στρέφεται συνειδητά προς πιο οικολογικές, δημοκρατικές και κοινωνικά υπεύθυνες επιλογές, τόσο στην πολιτική όσο και στην καθημερινή ζωή τους. Η στροφή αυτή έχει ήδη καταγραφεί και στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 2006, με την ενίσχυση ανεξάρτητων σχημάτων με σαφές οικολογικό και κοινωνικό προφίλ. Στη Θεσσαλονίκη γνωρίζετε πως με ένα σχήμα, που στήριξαν και ανανεωτικοί της αριστεράς, πιάσαμε 4,6% και εκλέξαμε δύο νομαρχιακούς συμβούλους. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι ένα δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας (κυρίως νέοι ψηφοφόροι ή και άτομα με αντι-πολιτική στάση) στρέφεται προς τις πράσινες πολιτικές προτάσεις.

Έχουμε να αντιμετωπίσουμε, βέβαια, την οικονομική κρίση, αυτό που συζητάει όλη η Ευρώπη ως “ελληνικό πρόβλημα”. Βεβαίως υπάρχουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Η διόγκωση ενός πελατειακού, σπάταλου και αντιπαραγωγικού κράτους, που διογκώθηκε με ευθύνη των δύο κομμάτων εξουσίας και την ανοχή της αριστεράς και των συνδικάτων στη χώρα μας, δεν μπορεί να είναι η δικαιολογία για την προσπάθεια απαξίωσης της μισθωτής εργασίας και κατεδάφισης του όποιου κοινωνικού κράτους και μάλιστα από μια “σοσιαλιστική κυβέρνηση”.

Η πρόσφατη παρέμβαση του Ντανιέλ Κον Μπεντίτ ήταν σημαντική βοήθεια και προς τη χώρα μας και προς τους Πράσινους. Ήταν σημαντικό το ότι έθεσε το ζήτημα των υπέρογκων εξοπλισμών της Ελλάδας, που το θέτουμε και εμείς αλλά όχι η Αριστερά. Η Ελλάδα είναι η 2η χώρα στο ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ σε αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και, παρόλο που δημόσια καταδίκασα τις ακρότητες εναντίον της, η Γερμανία, στην οποία υπάρχουν πολλοί που μας κουνούν το δάχτυλο επιτιμητικά, είναι πρώτη σε εξαγωγές όπλων προς την Ελλάδα. Χρησιμοποιούν προς το συμφέρον της πολεμικής τους βιομηχανίας το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις επί χρόνια προσπαθούν να κάνουν «διπλωματία των εξοπλισμών», να επηρεάσουν δηλαδή ισχυρές χώρες στο να υποστηρίξουν αδιάλλακτες ελληνικές θέσεις στα διεθνή ζητήματα με τεράστιες αγορές όπλων.

Εκτιμούμε ότι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι δεν υπάρχει ουσιαστική πολιτική ένωση στην ΕΕ και εμβάθυνση σε μια πορεία ομοσπονδοποίησής της, παράλληλα με τη νομισματική ένωση, το ευρώ. Υπάρχει επίσης αδυναμία για συντονισμένες οικονομικές πολιτικές στο σύνολο της Ευρωζώνης, όπως πχ η φορολογία.

Επομένως, αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι πραγματική κοινοτική αλληλεγγύη και όχι επιβολή μέτρων στο στυλ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως οι μειώσεις των μισθών και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Και απορούμε γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν προωθεί την πρόταση για έκδοση ευρωομολόγων, όπως δέχτηκε το ευρωκοινοβούλιο, υπερψηφίζοντας την έκθεση του Πράσινου ευρωβουλευτή Σβεν Γκίγκολντ.

Από την άλλη, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι χωρίς το οικολογικό όραμα, η «πράσινη ανάπτυξη» του ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να παραμείνει η ίδια βρώμικη, σπάταλη και άδικη ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών, βασισμένη στη “δημιουργική χρήση” των ίδιων δεικτών του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, με την απλή προσθήκη ορισμένων πράσινων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, εντελώς συμβατών με το υπάρχον μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης.

Επιπλέον, χωρίς πραγματικούς αναδιανεμητικούς μηχανισμούς δεν μπορεί να υπάρξει ούτε πράσινη οικονομία. Μια οικονομία, πιο αποκεντρωμένη και εστιασμένη σε τοπικό επίπεδο, πιο εξισωτική, συλλογική και αλληλέγγυα και που να λαμβάνει υπόψη όσο περισσότερους περιβαλλοντικούς παράγοντες είναι δυνατόν, αντί για λίγους επιλεγμένους. Μια οικολογική και κοινωνική οικονομία, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν να απο-αναπτυχθούν ορισμένοι τομείς και να αναβαθμιστούν ποιοτικά άλλοι, συνδεόμενοι με παραγκωνισμένες σήμερα αξίες μη-χρηματικού τύπου. Μια οικονομία που θα σέβεται τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και θα μπορούσε να συνδεθεί με συμμετοχικούς δημοκρατικούς θεσμούς, δημοκρατική παιδεία και καλλιέργεια σχέσεων αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας.

Μια τέτοια προοπτική φαίνεται πλέον όχι μόνο εφικτή αλλά είναι και απολύτως αναγκαία, μπροστά στις αποτυχίες και τα αδιέξοδα τόσο του «υπαρκτού» σοσιαλισμού που ζήσαμε πριν μερικά χρόνια, όσο και του «υπαρκτού» καπιταλισμού, που βιώνουμε με σκληρό τρόπο σήμερα. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η πρόταση για μια «Νέα Πράσινη Συμφωνία» (Green New Deal), που καταθέτουν οι Πράσινοι. Η πρόταση αυτή, παρόλο που εγγράφεται σε μια προοπτική “πράσινου καπιταλισμού”, είναι μια ευκαιρία ώστε το ξεπέρασμα της κρίσης να συνδυαστεί με μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας που μπορούν να αποτελέσουν βάση για μελλοντικές θετικότερες εξελίξεις.

Μιλάμε, βέβαια, για μια πράσινη οικονομία. Ακριβώς γιατί ουσιαστική διέξοδος δεν υπάρχει όταν υιοθετείται αμυντικά μέρος μόνο της πράσινης ρητορείας, σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι διαρροές προς τους Πράσινους, που δείχνουν να επιβεβαιώνονται σε μια σειρά από τις διαπιστώσεις τους για το μέλλον του πλανήτη και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Πραγματικά βήματα θα γίνουν μόνο αν απαντήσουμε στην οικονομική κρίση με πολιτικές που απαντούν παράλληλα και στην κρίση του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στην απειλή για το κλίμα. Και ταυτόχρονα αν προχωρήσουμε στην αμφισβήτηση των ίδιων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών αιτίων, που δημιουργούν και αναπαράγουν την απειλή καθολικής κατάρρευσης.

Θέλουμε να φτιάξουμε τους καιρούς μας. Να ζήσουμε καλύτερα αλλά σήμερα. Κι ο βασικός άξονας μιας άλλης πολιτικής είναι πράσινες επενδύσεις μεγάλης έκτασης.

Επιπλέον, για μας, το κεφάλαιο της Κοινωνικής Οικονομίας έχει ιδιαίτερη σημασία. Στην προσέγγιση των Πράσινων για την οικονομία υπάρχει σύνθετη δομή, όπου και οι τρεις τρόποι παραγωγής αγαθών μπορούν να συνεχίσουν στο άμεσο μέλλον να συνυπάρχουν: δημόσιες υπηρεσίες και εταιρείες ελεγχόμενες από το δημόσιο, με ιδιωτικές επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς της κοινωνικής οικονομίας. Στο τρίπτυχο αυτό, η κοινωνική οικονομία κατέχει για την πράσινη αντίληψη, μια κεντρική θέση. Δε θα μπορούσε να γίνεται αλλιώς, καθώς τόσο το κράτος όσο και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν ιστορικά συνδεθεί με τη συγκεντρωτική οικονομία της άγριας ανάπτυξης, που βρίσκεται στη ρίζα της οικολογικής κρίσης. Για να σταθούμε σε ένα μόνο σημείο, ως παράδειγμα, θα ήθελα να αναφερθώ στην προσχεδιασμένη φθορά των περισσότερων καταναλωτικών προϊόντων, που αναγκάζει τον καταναλωτή να αγοράζει κάθε λίγα χρόνια τα ίδια αγαθά που κάποτε διαρκούσαν για μια ζωή. Αντίθετα, η κοινωνική οικονομία έχει αποδειχθεί πολύτιμο εργαλείο για την προώθηση αρκετών σημείων της πράσινης ατζέντας. Και επιπλέον, αποτελεί και ένα δίχτυ ασφαλείας απέναντι στις συνέπειες της κρίσης.

Σίγουρα, η συζήτηση δε σταματάει στα θέματα αυτά.

Τελειώνω, αναφέροντας αυτά που έλεγε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης στις 12/1/2002: «Η «πράσινη» κριτική δεν άφησε στο απυρόβλητο την αριστερά ή τουλάχιστον ορισμένες βασικές αντιλήψεις και πρακτικές της. (…) Και πολλές αν όχι όλες οι δυνάμεις της αριστεράς οδηγήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επανεξετάσουν τις θέσεις τους απέναντι στα βασικά θέματα της πράσινης κριτικής. (…) Επομένως πέρα από το ότι την επιθυμούμε, η σύγκλιση των δυνάμεων της ανανεωτικής αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας έχει έδαφος και δυνατότητες».

Οκτώ χρόνια μετά, απλά συνυπογράφω και σας ευχαριστώ!

Μιχάλης Τρεμόπουλος,

ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top