Οι καρβουνιάρηδες και τα ξυλοκάμινα

kamini

Μια δραστηριότητα, που εξακολουθεί να πραγματοποιείται έστω και σε περιορισμένη έκταση και σήμερα σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, είναι η παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Το ξυλοκάρβουνο για πάρα πολλά χρόνια, αποτελούσε την κυριότερη πηγή για το μαγείρεμα και τη θέρμανση στα περισσότερα νοικοκυριά του νησιού. Ακόμα ξυλοκάρβουνα χρησιμοποιούσανε αρχικά και οι φάβροι στο καμίνι τους, μέχρι που τα αντικαταστήσανε με το ορυκτό κάρβουνο, τον γαιάνθρακα.

Το στήσιμο του καμινιού του ξυλοκάρβουνου απαιτούσε τέχνη, και παρόλο που η παραγωγή του κάρβουνου εκ μέρους των χωρικών, ήτανε μια συμπληρωματική δουλειά για να ενισχύσουν το εισόδημα της οικογένειάς τους, έπρεπε, ένας τουλάχιστο από την κομπανία του καμινιού, να γνωρίζει καλά τα μυστικά της.

Για να φτιαχτεί το καμίνι επιλέγανε την κατάλληλη θέση, που έπρεπε να είναι υπήνεμη και να έχει ένα γύρο αρκετό χώμα. Για να το στήσουνε κόβανε την τριγύρω χαμηλή βλάστηση, αλλά και όσα ακόμα δέντρα υπήρχανε κοντά, και ανοίγανε ένα κυκλικό σκάμμα βάθους 50 πόντων περίπου. Από τα αείφυλλα, που αποτελούσανε τη χαμηλή βλάστηση, αλλά και από τα κλαδιά των δέντρων φτιάχνανε δεμάτια, που τα χρησιμοποιούσανε στο κάψιμο των ασβεστοκάμινων, ή στους φούρνους που ψήνανε κεραμίδια, τούβλα και τα διάφορα πήλινα αγγεία.

Αφού λοιπόν καθαρίζανε περιμετρικά ένα τμήμα γης, με διάμετρο περίπου δέκα μέτρων και διαμορφώνανε το σκάμμα, αρχίζανε να τοποθετούνε τα ξύλα. Οι διαστάσεις του καμινιού ήτανε περίπου έξι μέτρα η διάμετρος και τρία μέτρα το ύψος.

Τα πιο κατάλληλα δέντρα για κάρβουνα είναι τα πουρνάρια, τα σχίνα και οι κέδροι, και ακολουθούνε οι ελιές, τα πεύκα, οι μελιές, οι οξιές, οι αγριοαμυγδαλιές, οι κουτσουπίες, οι αγριαπιδιές. Για να είναι το κάρβουνο εμπορεύσιμο τα ξύλα πρέπει να έχουν και το κατάλληλο μέγεθος. Κατάλληλα θεωρούνται τα χοντρά κλαδιά που το πάχος τους φτάνει τα δεκαοχτώ εκατοστά. Εάν είναι πιο χοντρά πρέπει τα ξύλα να κομματιαστούν, να σχιστούν. Το ύψος του ξύλου πρέπει να κυμαίνεται από ένα έως ενάμιση μέτρο.

Πρέπει ακόμα τα ξύλα να μην είναι χλωρά, γιατί τότε δεν απανθρακώνονται εύκολα. Αφού τα κόψουνε και τα καθαρίσουνε από τα περιττά κλαδιά, τα στοιβάζουνε και τα αφήνουνε να στεγνώσουν, τουλάχιστον για διάστημα έξι μηνών. Κατά το στήσιμο του καμινιού αφήνουνε ένα άνοιγμα στη μέση, την καμινάδα ή πουγαδούρο, και από εκεί θα ανάψουνε τη φωτιά και θα ταΐσουνε το καμίνι αν χρειαστεί.

Η τοποθέτηση των ξύλων αρχίζει με τα πιο μεγάλα και με το πιο χοντρό μέρος προς τα κάτω, περιμετρικά, κυκλικά, ενώ στη συνέχεια τοποθετούνται τα λιανότερα. Τοποθετούμενα με αυτόν τον τρόπο, τα ξύλα συγκλίνουν στο επάνω μέρος και έτσι το καμίνι σχηματίζει έναν τρούλο. Η καλή επαφή μεταξύ των κλαδιών βοηθάει στη μετάδοση της καύσης από το ένα ξύλο στο άλλο. Αφού τοποθετούσανε τα ξύλα, βάζανε στη συνέχεια από πάνω χόρτα, άχυρα, φτέρη, χλωρά λεπτά κλαδιά και χώμα.

Το χώμα το βρέχανε και το πατούσανε καλά, για να μην παρασύρεται από τον αέρα. Το χώμα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και την επόμενη φορά που φτιάχνανε καμίνι στην ίδια θέση. Η φωτιά άναβε από το κέντρο του καμινιού, την καμινάδα, τον πουγαδούρο, όπως προαναφέραμε, και στη συνέχεια καλυπτότανε από μια λαμαρίνα. Αν χρειαζότανε μπορούσε να αφαιρεθεί η λαμαρίνα, να ελεγχθεί η φωτιά και να ταϊστεί το καμίνι, με λεπτά ξύλα ή και ξερά χόρτα.


Μπορούσε να αναφτεί η φωτιά και από τη βάση του καμινιού και πάντα από την αντίθετη πλευρά από εκείνη που φυσούσε ο αέρας. Ο έλεγχος της φωτιάς γινότανε και από παράπλευρους αγωγούς που κι αυτοί ονομάζονταν πουγαρόροι. Από την ώρα που άναβε το καμίνι χρειαζότανε συνεχή παρακολούθηση σε 24ωρη βάση, για δεκαπέντε με είκοσι ημέρες. Εάν για οποιαδήποτε λόγο η φωτιά φούντωνε, τα ξύλα θα καταλήγανε να γίνουνε στάχτη. Αλίμονο εάν άνοιγε κάποια τρύπα και εισχωρούσε αέρας μέσα, τα πάντα θα τελείωναν εκεί.

Έτσι ήτανε αναγκασμένοι να βρίσκονται σε συνεχή επιφυλακή, με το φτυάρι στο χέρι έτοιμοι να ρίξουνε χώμα για να καθηλώσουμε τις φλόγες της φωτιάς. Με τη διαδικασία της καύσης, το κάρβουνο που βγαίνει από το καμίνι ζυγίζει το ¼ του αρχικού βάρους των ξύλων. Το υπόλοιπο βάρος διαφεύγει με τη μορφή των αερίων, αλλά και των υπολειμμάτων πίσσας. Τόσο η μυρωδιά του καπνού όσο και το χρώμα του, βοηθάνε για να καθοριστεί εάν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της καύσης, εάν δηλαδή έχει μετατραπεί το ξύλο σε κάρβουνο, για να ακολουθήσει το άνοιγμα του καμινιού.

Σήμερα στις Μαριές λειτουργούνε κάποια καμίνια που όμως διαφέρουνε από τα παλαιά καμίνια που περιγράψαμε. Είναι μόνιμα κατασκευασμένα από πέτρες χτισμένες, και στο εσωτερικό τους τοποθετούνται τα ξύλα. Αφού ανάψουνε τη φωτιά ελέγχουνε την πρόοδό της από διάφορα ανοίγματα, κάποιες τρύπες που έχουν ανοιχθεί στις πλευρές του καμινιού. Η φωτιά προχωρεί περιμετρικά και μετατρέπει τα ξύλα σε κάρβουνα. Στο ίδιο χωριό, όπως και στην Αναφωνήτρια και το Καμπί, υπάρχουνε επίσης και καμίνια, που λειτουργούνε με τον παραδοσιακό τρόπο, χωρίς βέβαια να καλύπτουνε τη ζήτηση που υπάρχει. Τα περισσότερα κάρβουνα σήμερα εισάγονται στο νησί από άλλες περιοχές της Ελλάδος, αλλά και το εξωτερικό.

Δείτε περισσότερα για το θέμα: Καμίνι ξυλοκάρβουνων. Πώς γίνεται.. και την ταινία μικρού μήκους της Αλίντας Δημητρίου «Οι καρβουνιάρηδες» (1977)

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top