Γλίτωσε από τους Ταλιμπάν, αρίστευσε στην Ελλάδα

“ΕΘΝΟΣ” 12-04-08

«Κυνηγημένος» από τους Ταλιμπάν και ύστερα από μια απίστευτη οδύσσεια σε μια σειρά από χώρες της Ανατολής, βρέθηκε στον Βόλο, όπου ζει και εργάζεται ως σερβιτόρος και παράλληλα είναι αριστούχος φοιτητής Αρχιτεκτονικής στο Παν. Θεσσαλίας. Οταν οι Ταλιμπάν γκρέμιζαν τα αγάλματα του Βούδα στην Μπαμιάν, ένα 18χρονο αγόρι κρυβόταν στα βουδιστικά σπήλαια που είχαν χτιστεί στο κεντρικό Αφγανιστάν από τον 6ο αιώνα.
Με την οργή ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του ο Μεχντί Σαλέχι, πήρε τη μεγάλη απόφαση ένα κρύο βράδυ του Μαρτίου του 2001. Θα έφευγε από εκεί και θα αναζητούσε την τύχη του σε έναν κόσμο πολιτισμένο, που θα σέβεται την ιδιαιτερότητα κάθε θρησκείας και θα προστατεύει την διαφορετικότητα.
Ετσι ξεκινούσε μια απίστευτη οδύσσεια με περιπλάνηση σε μια σειρά από χώρες της Ανατολής και θα κατέληγε στα νερά του Αιγαίου και στις φυλακές της Χίου, όπου θα παρέμενε για 150 μέρες.
Ο Μεχντί Σαλέχι είναι σήμερα 26 χρόνων. Ζει στον Βόλο, όπου εργάζεται ως σερβιτόρος και παράλληλα είναι αριστούχος φοιτητής στο τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Στη φυλακή
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο από το να βλέπεις τη θάλασσα από το παράθυρο μιας φυλακής. Στο Αφγανιστάν δεν έβλεπα τη θάλασσα και δεν με πείραζε. Είχα συνηθίσει ότι ο δικός μου κόσμος είναι χωρίς θάλασσα. Στη Χίο όμως δεν το άντεχα. Αυτό νομίζω ότι είναι κάτι που δεν μπορώ να ξεπεράσω», λέει στο «Εθνος».

Με ένα ταξιδιωτικό σακίδιο και την ευχή της μητέρας του για «καλή τύχη» έφυγε αξημέρωτα από την Μπαμιάν, πριν από εφτά χρόνια. Ο πατέρας του, ανώτερο στέλεχος του κόμματος των Χαζάρων, που αποσύρθηκε μετά την εισβολή των Ταλιμπάν, του ζήτησε να μην ξεχάσει την πατρίδα του.

Από τότε, δεν είδε ξανά τα έξι αδέρφια του, μόνο τη μητέρα του κλεφτά για λίγο, πριν από μερικά χρόνια, σε ένα ταξίδι-αστραπή στο Ιράν.

Από το Αφγανιστάν, πέρασε νύχτα στο Πακιστάν, όπου δούλεψε για έναν μήνα ως εργάτης για να μαζέψει λίγα χρήματα. Από εκεί έφυγε νύχτα πάλι για τον Ιράν, όπου έμεινε έναν μήνα και μετά πέρασε στην Τουρκία, όπου δούλευε τέσσερις μήνες στα χωράφια.

Βράδυ και πάλι μπήκε σε ένα φουσκωτό στη Σμύρνη και βγήκε στη Χίο, όπου τον υποδέχτηκαν… οι αστυνομικοί. Δικάστηκε, καταδικάστηκε και μπήκε στη φυλακή για να εκτίσει την ποινή των 150 ημερών.

Πολιτικό άσυλο
Εν τω μεταξύ, είχε καταθέσει τα χαρτιά του για να του χορηγηθεί πολιτικό άσυλο και το χαρμόσυνο νέο το έμαθε στα κρατητήρια της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών.

Ο αστυνομικός που τον άφησε ελεύθερο του έδειξε τον δρόμο. «Ευθεία κάτω θα πάρεις τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και θα βρεις το πάρκο στο Πεδίον του Αρεως. Εκεί θα μείνεις».

Ο Μεχντί ακολούθησε τις οδηγίες του κι έφτασε στο πάρκο. Εμεινε εκεί μερικές νύχτες και μετά έφυγε για τη Θήβα, όπου βρήκε δουλειά στα χωράφια και έμενε σε ένα παλιό, ετοιμόρροπο σπίτι με δύο δωμάτια. Μαζί του 15 αλλοδαποί εργάτες.

«Μοιάζουμε σαν λαός. Είμαστε και οι δύο πολύ καλοί άνθρωποι και φιλόξενοι. Ακόμη και η μουσική μας μοιάζει και τα φαγητά μας», λέει και κάνει δύο μεγάλες παρενθέσεις.

Μία για τα ψάρια που του αρέσουν πολύ, μαγειρεμένα με όλους τους τρόπους και μία άλλη για το video art, με το οποίο ασχολείται επαγγελματικά και μάλιστα αποκαλύπτει με συστολή ότι έχει κερδίσει τρία βραβεία σε ισάριθμους διαγωνισμούς, ενώ η δουλειά του έχει παρουσιαστεί σε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΠΑΜΙΑΝ
Η επίθεση στα αγάλματα του Βούδα έβαλε την αρχιτεκτονική στη ζωή του

Η αρχιτεκτονική μπήκε στη ζωή του όταν είδε τους Ταλιμπάν να ξηλώνουν τα αγάλματα του Βούδα στην Μπαμιάν, την πόλη με τις χρωματιστές λίμνες, όπου η φύση σμίλεψε απίστευτης ομορφιάς φαράγγια, υψοπλαγιές, και τραπεζοειδή βουνά με γαλαζοπράσινες λίμνες.

Τα αγάλματα είχαν σκαλιστεί στους βράχους, ένα μάλιστα που ήταν το ψηλότερο στον κόσμο άγαλμα του Βούδα ήταν ύψους 53 μέτρων.

«Τα διαλύσαμε όλα και δεν μας πήρε πολύ χρόνο», είπε τότε ο μουλάς Ομάρ, αγνοώντας τις εκκλήσεις και τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας.

Ο Μεχντί δεν θέλει να μιλάει γι αυτά. Εχει αφήσει πίσω την οικογένειά του και φοβάται για εκείνους.

Αλλωστε ο ίδιος δεν μπορεί να επιστρέψει προς το παρόν τουλάχιστον στην πατρίδα του, μια κι έχει αναζητήσει πολιτικό άσυλο σε άλλη χώρα. «Οταν βγαίνω στο εξωτερικό, νοσταλγώ την Ελλάδα. Κάθε φορά που επιστρέφω στον Βόλο, νιώθω ότι γυρίζω στη βάση μου. Πατρίδα όμως θα είναι για πάντα το Αφγανιστάν. Ακόμη κι αν δεν μπορέσω ποτέ ξανά να γυρίσω εκεί, θα το έχω στην καρδιά μου», μας λέει.

1 σκέψη για το “Γλίτωσε από τους Ταλιμπάν, αρίστευσε στην Ελλάδα”

  1. γιωργος

    ‘…θα αναζητούσε την τύχη του σε έναν κόσμο πολιτισμένο, που θα σέβεται την ιδιαιτερότητα κάθε θρησκείας και θα προστατεύει την διαφορετικότητα…’
    Και γι’αυτο ηρθε στην ελλαδα;!;!;!

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top