Άρθρο του Μαρκ Μαζάουερ που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Guardian και το βρήκαμε στα ελληνικά στην Προοδευτική Πολιτική Tο σκίτσο του Γ. Ιωάννου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Athens Voice.
Δε βρίσκεται στους καταλόγους των επετείων που θυμούνται οι περισσότεροι άνθρωποι, αν και θα ‘πρεπε: εδώ και σχεδόν ακριβώς εκατό χρόνια, ξεκινούσε η πρώτη αεροπορική βομβαρδιστική επιδρομή στην ιστορία, που έγινε… στη Λιβύη! Το Σεπτέμβριο του 1911, οι Ιταλοί, θέλοντας απελπισμένα να αποκτήσουν τη δικιά τους αυτοκρατορία, εισέβαλαν στην περιοχή. Η ξεχασμένη οθωμανική επαρχία ελάχιστα ενδιέφερε τους σουλτάνους· επί χρόνια τη χρησιμοποιούσαν κυρίως ως τόπο εξορίας για δυστυχείς πολιτικούς αντιπάλους τους. Αλλά ο πόλεμος εξαπέλυσε τη Λιβύη στα πρωτοσέλιδα και πυροδότησε μια σειρά γεγονότων που οδήγησαν αναπόδραστα στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Όταν ο αεροπόρος Τζιούλιο Γκαβότι (Giulio Gavotti) έριξε, λίγο έξω από την Τρίπολη, τέσσερις οβίδες κατά του εχθρού από το τύπου «Τάουμπε» μονοπλάνο του, δεν έγιναν και πολλά: η αλήθεια είναι πως η πρωτόγονη πρακτική της ρίψης οβίδων με το χέρι ήταν εξίσου επικίνδυνη για… τους Ιταλούς πιλότους όσο και για τα τουρκικά στρατεύματα που βρίσκονταν στο έδαφος. Μολοταύτα ένας επιτελάρχης, ο ταγματάρχης Τζιούλιο Ντουέ (Giulio Douhet), εντυπωσιάστηκε αρκετά από όσα είδε ώστε να εξελιχθεί σε έναν από τους πιο ένθερμους συνηγόρους της πολεμικής χρήσης της αεροπορίας. Δέκα χρόνια αργότερα, στη κλασική του μελέτη «η κυριαρχία του αέρος» ο Ντουέ έγραφε πως ο απόλυτος τρόμος που προκαλούσαν οι από αέρος μαζικοί βομβαρδισμοί αμάχων και πολιτικών στόχων θα συντόμευε τις πολεμικές συγκρούσεις και θα έσωζε πολλές ζωές· δεν υπήρχε άρα κανένας λόγος αγανάκτησης: ο απόλυτος πόλεμος ήταν ανθρωπιστικός.
Ο μοντέρνος, δυτικός πόλεμος γεννήθηκε στις ερήμους της βορείου Αφρικής!
Ελάχιστοι θυμούνται τους Λίβυους που έπεσαν θύματα εκείνης της σύρραξης. Οι Ιταλοί είχαν ξεκινήσει την εισβολή τους προεξοφλώντας πως οι αραβικοί πληθυσμοί θα τους υποδέχονταν ως απελευθερωτές από τον οθωμανικό ζυγό. Μέχρι να καταλάβουν το λάθος τους ήταν ήδη πολύ αργά και είχαν κιόλας απωθηθεί πίσω στη θάλασσα. Ευρισκόμενοι αντιμέτωποι με μια λαϊκή εξέγερση, αντεπιτέθηκαν καταστρέφοντας χωριά, πηγές και κοπάδια. Σχεδόν 100,000 άνθρωποι συνελήφθησαν ή εκτοπίστηκαν και χιλιάδες πέθαναν από ασιτία ή επιδημίες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάμποσα χρόνια αργότερα, ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ξανά τη χώρα, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας αέρια μουστάρδας, κατά παράβαση του πρωτοκόλλου της Γενεύης του 1925.
Τελικά, η φασιστική Ιταλία ανακήρυξε την προσάρτηση των λιβυκών επαρχιών στην Ιταλία. Ενώ κατέφταναν οι Ιταλοί γαιοκτήμονες-έποικοι, οι πιονιέροι της «νέας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», με μια μολυβιά οι ντόπιοι μεταβλήθηκαν σε ξένους στην ίδια τους τη χώρα. Οι έποικοι ήταν ακόμα εκεί όταν ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος μετέτρεψε τη χώρα ξανά σε πεδίο μάχης. Η έρημος γέμισε με νάρκες που εμπόδιζαν την εξόρυξη πετρελαίου ακόμα και είκοσι χρόνια αργότερα.
Με την ήττα του Μουσολίνι (Mussolini) στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, όλη αυτή η ιστορία ξεχάστηκε, όπως τόσοι άλλοι ελάσσονες πόλεμοι που είχαν εξαπολύσει οι πολιτισμένοι κατά διαφόρων «αγρίων φυλών». Τις τύχες του κόσμου -και της Λιβύης- ανέλαβε μια νέα γενιά μεγάλων δυνάμεων. Η Ιταλία αναγεννήθηκε ως σύμμαχος των Βρετανών και της Αμερικής στον «ψυχρό πόλεμο». Η μεταπολεμική Ιταλία καταδίκασε τα εγκλήματα του φασισμού εναντίον των αντιφρονούντων Ιταλών, αλλά ξέχασε τα πολύ χειρότερα εγκλήματά του στην απέναντι όχθη της Μεσογείου. Όχι πως κανείς άλλος Ευρωπαίος νοιαζόταν ιδιαίτερα.
Αλλά στην ίδια τη Λιβύη, οι δεκαετίες της βάναυσης καταπίεσης δεν ξεχάστηκαν τόσο εύκολα. Οι Ιταλοί είχαν ξεθεμελιώσει την παραδοσιακή κτηνοτροφική οικονομία της περιοχής και ερήμωσαν τη χώρα: μέχρι σήμερα, η λέξη «Siziliani» (πολλοί έποικοι κατάγονταν από τη Σικελία) θεωρείται βρισιά. Οι αναμνήσεις του αντιαποικιακού αγώνα βοήθησαν στη νομιμοποίηση του αγγλόφιλου βασιλιά Ιντρίς (Idris), που ως επικεφαλής του ισλαμικού τάγματος των «Σανούσι» είχε διακριθεί στην αντίσταση κατά των Ιταλών. Αλλά οι ίδιες μνήμες επέτρεψαν στον 27χρονο συνταγματάρχη Καντάφι (Gaddafi) να καταγγείλει το βασιλιά ως «πουλημένο» στον ιμπεριαλισμό, να τον ανατρέψει με πραξικόπημα και να ιδρύσει το αβασίλευτο καθεστώς που ισχύει ως σήμερα.
Εξαρχής το καθεστώς εκμεταλλεύτηκε το αντιαποικιακό παρελθόν της χώρας, αναβιώνοντάς το όταν ο αντι-αποικιοκράτης Καντάφι έκλεισε τις αμερικανικές και βρετανικές βάσεις της χώρας, και απέλασε τους 20,000 Ιταλούς που εξακολουθούσαν στη χώρα, αφού δήμευσε τις περιουσίες τους. Καθώς το καθεστώς γινόταν όλο και λιγότερο λαοφιλές, προσπαθούσε διαρκώς να αναβαπτισθεί στις μνήμες της αποικιακής καταπίεσης του λιβυκού λαού. Αν και εξαλείφθηκε από προσώπου γης κάθε μνημείο της ηγεσίας των «Σανούσι» (που πλέον θεωρούνταν ως οι φεουδάρχες εκμεταλλευτές του ηρωικού απελευθερωτικού αγώνα του λαού) το καθεστώς έστειλε σε ολόκληρη τη χώρα ερευνητές να καταγράψουν τις προφορικές αναμνήσεις από τον ανταρτοπόλεμο κατά των Ιταλών κι από τις ωμότητες που είχαν διαπράξει οι κατακτητές.
Με τον τρόπο αυτό το καθεστώς απέκτησε τα εύσημα της αντι-ιταλικής «τζιχάντ», που του χρησίμευσαν εξαιρετικά στους γεωπολιτικούς του στόχους. Δύο μόλις χρόνια αφού εξεδίωξε τους Ιταλούς εποίκους, ο σοσιαλιστής Καντάφι προσκάλεσε εκ νέου στη χώρα τις ιταλικές επιχειρήσεις, μετατρέποντας τον άλλοτε αποικιακό δυνάστη στον καλύτερο Ευρωπαίοι εταίρο της Λιβύης. Κι όταν, το 2004, το καθεστώς της Τρίπολης αναζήτησε μια νέα αναγνώριση από την Ευρώπη, η Ιταλία έπαιξε βασικό ρόλο στο προξενιό: ο Μπερλουσκόνι (Berlusconi) απολογήθηκε δημοσίως για τα παλιά εγκλήματα της Ιταλίας, και σε αντάλλαγμα ο Καντάφι υποσχέθηκε να κρατήσει μακριά από τις όχθες της τους λαθρομετανάστες -κλείνοντάς τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λιβύη. Όταν επισκέφθηκε την Ιταλία για την υπογραφή της «συμφωνίας αποζημίωσης» του 2009, ο γηράσκων πια συνταγματάρχης πόζαρε δίπλα στον Μπερλουσκόνι έχοντας καρφιτσώσει στο πέτο του μια ευμεγέθη φωτογραφία του Ομάρ Μουχτάρ (Omar Mukhtar), ενός ηγέτη της εξέγερσης κατά των Ιταλών, που οι αποικιακές αρχές τον είχαν απαγχονίσει το 1931. Αλλά στα ψιλά γράμματα της «συνθήκης αποζημίωσης» υπήρχε η ρήτρα πως η Λιβύη δεσμευόταν να αξιοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος των ιταλικών αποζημιώσεων χρηματοδοτώντας επενδυτικά σχέδια που θα αναλάμβαναν ιταλικές επιχειρήσεις.
Πέραν της Λιβύης, οι μνήμες ανάλογων αποικιακών θηριωδιών έδωσαν ασφαλώς πολιτική ασυλία σε πολυάριθμα ακόμα άθλια μετα-αποικιακά καθεστώτα. Αλλά το δίδαγμα της ιστορίας μας αφορά μάλλον την αμνησία της δύσης, παρά την τυμβωρυχία του παρελθόντος από τον Καντάφι. Από τη στιγμή που οι δυτικοί ανέλαβαν ξανά δράση στους ουρανούς της Λιβύης, το παρελθόν της χώρας αυτής μας αφορά εκ νέου… Αν και η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν έπαψε να το κάνει: η πλειοψηφία των Λίβυων μπορεί να μισεί τον Καντάφι και να θέλει να τον δει να εξαφανίζεται όσο το δυνατό ταχύτερα. Αλλά θυμούνται επίσης ό,τι εμείς ξεχάσαμε, πως τα σημερινά αεροπλάνα δεν είναι τα πρώτα που σκίζουν τον ουρανό της χώρας τους, πως υπάρχει μια μακρά ιστορία από θηριώδεις επιδείξεις δύναμης της δύσης στις ακτές τους και πως συνήθως οι δυτικοί εισβάλλουν στο όνομα αγαθών προθέσεων και μεγάλων ιδεωδών.
Αν η δύση επιθυμεί να τονίσει τις διαφορές που αδιαμφισβήτητα υπάρχουν μεταξύ της σημερινής της επέμβασης και εκείνων του παρελθόντος, είναι προαπαιτούμενο να θυμηθούμε όσα ξεχάσαμε, να κατανοήσουμε γιατί η ιστορία παίζει ακόμα ρόλο, ανεξάρτητα από το πώς τη μεταχειρίζονται οι Καντάφι αυτού του κόσμου, και γιατί θα συνεχίσει να παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο, όσο αντέχει το σημερινό καθεστώς.