Παρόλο που μπήκε ήδη η άνοιξη και τα δέντρα είναι γεμάτα χυμούς, ο Δήμος Θεσσαλονίκης συνεχίζει την απαράδεκτη αισθητικά, επιστημονικά και περιβαλλοντικά πρακτική του δραστικού «κλαδέματος» δέντρων και δεντροστοιχιών, που ξεκίνησε μετά τα περιστατικά δενδροπτώσεων που παρατηρήθηκαν το Νοέμβριο του 2000.
Στην πραγματικότητα αυτό που γίνεται είναι μια κατακρεούργηση ολόκληρων κύριων κλάδων, ακόμη και του κεντρικού κορμού! Πολλές φορές οι εργολάβοι δεν βάζουν ούτε καν το υλικό προστασίας, αφήνοντας τα δέντρα εκτεθειμένα στους μύκητες, δηλαδή στον πρόωρο θάνατο. Σήμερα μάλιστα κλαδεύουν και τα πλατάνια της Θ. Σοφούλη!
Επιστήμονες που αναγνωρίζονται διεθνώς για τη γνώση τους στη Δασοκομία Πόλεων, όπως ο ομ. καθηγητής της Σχολής Δασολογίας του ΑΠΘ κ. Σπύρος Ντάφης, έχουν διατυπώσει τις απόψεις τους εδώ και χρόνια και είναι συντριπτικές:
«Όσο υγιέστερο είναι ένα δένδρο τόσο πληρέστερη είναι η κόμη του και αντιστρόφως. Η κόμη με το φύλλωμά της είναι το «εργοστάσιο» του δένδρου και πηγή όλων των ευεργετικών επιδράσεων στον άνθρωπο. Συνεπώς οποιαδήποτε κλάδευση της κόμης είναι σφάλμα. Μειώνει τη ζωτικότητα του δένδρου ως συνόλου διότι απομακρύνεται ένα σημαντικό μέρος των αφομοιωτικών οργάνων.
Όσο πιο συχνές είναι οι κλαδεύσεις και όσο πιο έντονες γίνονται τόσο περισσότερες πληγές δημιουργούνται με αποτέλεσμα να δίνεται ευκαιρία σε χιλιάδες μύκητες και βακτήρια να προσβάλλουν τα δέντρα.
Όσο κατά το δυνατόν υπόκεινται σε λιγότερο κλάδεμα τόσο περισσότερο και για μακρύτερο χρόνο διατηρούνται τα δένδρα υγιή. Δεν πρέπει εδώ να εφαρμόζονται οι ίδιες μέθοδοι που εφαρμόζονται στα βραχύβια οπωροφόρα δένδρα.
κεί ισχύουν άλλοι κανόνες και άλλοι σκοποί. Εδώ πρέπει να τονισθεί με έμφαση η κακοποίηση που υφίστανται τα δένδρα στις πόλεις και ιδιαίτερα τα δέντρα των πεζοδρομίων από τις βάρβαρες όσο και αλόγιστες πολλές φορές κλαδεύσεις.
Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται η κλάδευση των δένδρων αν και με μια περισσότερο προσεκτική εκλογή των ειδών θα αποφεύγονταν πολλές κλαδεύσεις και συνεπώς άσκοπες δαπάνες πέρα από την κακοποίηση των δένδρων».
(απόσπασμα από το βιβλίο του «Δασοκομία Πόλεων», εκδ. Art of Text, επανέκδοση 2001)
Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες καθίσταται απαραίτητη η κλάδευση.
Πότε όμως και πώς; Οι απαντήσεις των επιστημόνων είναι οι εξής:
1. Για αποκατάσταση ζημιών της κόμης
2. Για τη μείωση του βάρους της κόμης μετά από απώλεια ριζών
3. Για λόγους ασφαλείας και σταθερότητας σε γέρικα δένδρα αλλά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις.
4. Χαλαρωτικές κλαδεύσεις σε περιπτώσεις πολύ πυκνής κόμης και πολύ στενού φυτευτικού συνδέσμου
5. Συμπληρωματικά κλαδεύονται όλοι οι νεκροί ή νεκρούμενοι κλάδοι, οι αδηφάγοι βλαστοί και κλαδιά τα οποία διασταυρώνονται και αλληλομαστιγώνονται με κλαδιά γειτονικών δένδρων.
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη οι συστάσεις αυτές καταστρατηγούνται συστηματικά, με αποτέλεσμα δέντρα χωρίς κλαδιά, που κινδυνεύουν άμεσα από σάπισμα και νέκρωση. Αφανίζονται, έτσι, ολόκληρες δενδροστοιχίες και αφήνονται μόνο οι κορμοί τους ή μεταβάλλονται σε κακόγουστα μπονσάι ενώ η φυσική ομορφιά των παλιών δρόμων χάνεται. Ακόμη και πάρκα μετατρέπονται σε σεληνιακό τοπίο ενώ και πάλι το καλοκαίρι θα κάνουμε βόλτα σε ένα πραγματικό καμίνι, χωρίς σκιά να ξαποστάσουμε, χωρίς θρόισμα φύλλων, χωρίς κελαηδίσματα πουλιών, χωρίς δροσιά. Ακόμη και τις λεύκες, που τις φύτευαν παλιά ακριβώς για να έχουν γρήγορα αποτελέσματα, στην ουσία τις εξόντωσαν, ακριβώς γιατί η λεύκα κλαδεύεται μόνο μια φορά στην αρχή της ανάπτυξής της, όταν έχει ύψος 1,80 μ. και μετά δεν ξανακλαδεύεται ποτέ. Εξαίρεση αποτελούν μόνον οι λεύκες που προορίζονται για υλοτόμηση, στις οποίες κλαδεύουν τα κλαδιά τους για να μεγαλώσει σε διάμετρο ο κορμός τους και έτσι να αποδώσουν περισσότερη ξυλεία.
Έχουμε ξαναπεί ότι το ισοπεδωτικό κλάδεμα χιλιάδων δέντρων στους δρόμους της πόλης, μειώνει για τους Θεσσαλονικείς την ομορφιά, το οξυγόνο και τη δροσιά -ιδιαίτερα χρήσιμη κατά τον καύσωνα στη πόλη του μπετόν και της ασφάλτου.
Το κακό όμως συνεχίζεται και εξεγείρει τόσο τους υπεύθυνους γεωτεχνικούς όσο και τους ευαίσθητους πολίτες. Ο δασολόγος κ. Γραμματικόπουλος σε άρθρο του σε γεωτεχνικό περιοδικό αναφέρει: «Παρατηρώντας κάποιος τη σύνθεση των ειδών σε διαφορετικές δενδροστοιχίες των πόλεων, αλλά και τις κακότεχνες ολικές κλαδεύσεις δένδρων, θα αποκομίσει την εντύπωση ότι κατά την εγκατάσταση και διαχείριση του πρασίνου των πόλεων δεν τηρούνται κάποιες αρχές ή κανόνες»!
Το 1979 υπολογίστηκε ότι σε κάθε κάτοικο της Θεσσαλονίκης αντιστοιχούσαν 2,73 τετραγωνικά μέτρα ελεύθερων και πράσινων χώρων. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί κατά περίπου 40% ενώ η έκταση των ελεύθερων πράσινων χώρων έχει μειωθεί, με συντηρητικούς υπολογισμούς, κατά περίπου 20%. Έτσι η αντιστοιχία πρασίνου έχει πέσει στα 1,6 τ.μ. ανά κάτοικο, δηλαδή έξη φορές μικρότερη από την κατώτερη διεθνώς παραδεκτή, που είναι 10 τετραγωνικά μέτρα ανά κάτοικο. Σύμφωνα με τις μελέτες πολεοδομικού προτύπου του Ε.Μ.Π. με βάση τις κλιματολογικές συνθήκες και του πληθυσμού του το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης έπρεπε να έχει αναλογία πράσινου προς πληθυσμό 20 τετρ. μέτρα ανά κάτοικο, δηλαδή 12 φορές μεγαλύτερο από το σημερινό. Η υπόλοιπη πόλη χοντρικά καλύπτεται κατά 78% από κτίρια και 20% ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Έτσι, ως αποτέλεσμα έχουμε:
1. Αλλοιωμένη ατμόσφαιρα, φορτισμένη από σκόνες, από ατμούς και αέρια δύσοσμα, ερεθιστικά, τοξικά, άκαυστα
2. Ανυψωμένη θερμοκρασία, σε σχέση με την γύρω ύπαιθρο (μέχρι και 10ο C)
3. Μειωμένοι αερισμοί
4. Περιορισμένη ηλιακή ακτινοβολία
5. Συνεχείς ήχοι δρόμου, μεταφορικών μέσων, φρεναρίσματα, σειρήνες, κορναρίσματα
Η επίδραση όλων αυτών στη σωματική και ψυχική υγεία των κατοίκων, στη συμπεριφορά τους και τις κοινωνικές δραστηριότητες είναι προφανής. Ακόμη μεγαλύτερες και σοβαρότερες είναι οι επιπτώσεις για τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα.
Παρόλα αυτά, οι διοικήσεις του κεντρικού αλλά και άλλων Δήμων συνεχίζουν να ακολουθούν περιβαλλοντοκτόνα πολιτική, μειώνοντας τους ελεύθερους χώρους, κουτσουρεύοντας τα πάρκα και ακρωτηριάζοντας τα δέντρα.
Μεγάλες εκτάσεις στο Πανεπιστήμιο, ο χώρος του Βυζαντινού Μουσείου, το πάρκο της Κληματαριάς, ο Κήπος του Καλού, ο χώρος όπου είναι χτισμένο το κτήριο της Τράπεζας Πειραιώς στην Εθνικής Αμύνης, της Δημοτικής Βιβλιοθήκης κ.α. έχουν οικοδομηθεί. Επιπλέον, πυκνοδομήθηκε η Άνω Πόλη, καταστράφηκε το 70% των πράσινων χώρων του Ρετζικιού, του Νέου Πανοράματος και της Πυλαίας. Ο ίδιος ο Δήμος Θεσσαλονίκης κατέστρεψε χώρους πρασίνου στη ζώνη της Νέας Παραλίας και ασφαλτόστρωσε για πάρκινγκ κάθε υπόλειμμα ελεύθερου χώρου.
Και αυτή η πολιτική πρέπει να σταματήσει.
Πολύ σωστά όσα διάβασα παραπάνω για το καταστροφικό κλάδεμα των πλατανιών.
Αλλά θέλω κάποιος από σας τους “ανεύθυνους”(ανεύθυνος=αυτός που δεν έχει την ευθύνη, δε θα τον καλέσει δηλ. ποτέ ο εισαγγελέας για ανάκριση) να μας προτείνει κάποιες λύσεις στο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερα στις δενδροστοιχίες των πόλεων.
1. Αν αποφασίσουμε να αντικαταστήσουμε όλα τα “επικίνδυνα” δένδρα δε θα ξεσηκωθείτε ότι απογυμνώνουμε τις πόλεις από το πράσινο?
2. Μπορείτε να εγγυηθείτε ότι κάποια υγιή δένδρα δε θα δημιουργήσουν πρόβλημα αργότερα?