Η υπερκατανάλωση καθιστά τα βακτήρια ανθεκτικά και τους ασθενείς ευάλωτους σε λοιμώξεις.
«Οι Έλληνες παίρνουν αντιβιοτικά ακόμη και για τον… πονοκέφαλο. Αυτό έχει οδηγήσει τη χώρα σε οριακό σημείο: τα περισσότερα αντιβιοτικά έχουν “καεί” με αποτέλεσμα τα βακτήρια να δρουν πλέον χωρίς αντίπαλο». Ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας και πρόεδρος του Σουηδικού Προγράμματος Στρατηγικής κατά της Αντοχής στα Αντιβιοτικά «SΤRΑΜΑ», δρ Ότο Καρς, τόνισε στα «ΝΕΑ» πως έρχεται το «τέλος των αντιβιοτικών».
Ξεχασμένα αντιβιοτικά ανασύρουν οι Έλληνες λοιμωξιολόγοι, σε μία προσπάθεια να νικήσουν τα πολυανθεκτικά στα αντιβιοτικά νοσοκομειακά μικρόβια. Είναι ενδεικτικό πως περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα ασθενείς που νοσηλεύονται στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας παθαίνουν σοβαρές λοιμώξεις από μικρόβια δύσκολα στη θεραπεία τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα αποτελεί πια «κίνδυνο» για τις βόρειες χώρες της Ευρώπης: οι Έλληνες ασθενείς που απευθύνονται στα νοσοκομεία της Σουηδίας, της Ολλανδίας και της Δανίας για να υποβληθούν σε σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις (παραδείγματος χάριν, για μεταμόσχευση) μπαίνουν σε καραντίνα για δύο ημέρες. Εάν οι ειδικοί διαπιστώσουν ότι είναι φορείς πολυανθεκτικών μικροβίων, χωρίς να νοσούν, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να πάρουν πρόωρο εξιτήριο πριν καν προλάβουν να μπουν στο χειρουργείο, όπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» η κ. Ελένη Γιαμαρέλλου, καθηγήτρια Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τρεις δεκαετίες μπροστά
Και αυτό γιατί οι βόρειες χώρες της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την ανθεκτικότητα των μικροβίων και συνεπώς τις σοβαρές νοσοκομειακές λοιμώξεις βρίσκονται στη δεκαετία του ΄70: όταν δηλαδή τα αντιβιοτικά είχαν ισχυρή δράση και στη χώρα μας, δηλαδή όταν τα μικρόβια ήταν ευαίσθητα σε όλα τα αντιβιοτικά!
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Πρόληψης Ασθενειών στη Στοκχόλμη (ΕCDC) αναφορικά με την κατανάλωση αντιβιοτικών στις χώρες-μέλη της Ε.Ε., η χώρα μας καταλαμβάνει την πρώτη θέση και με μεγάλη διαφορά. Στην Ελλάδα καταναλώνονται καθημερινά 32 δόσεις αντιβιοτικών ανά 1.000 κατοίκους, όταν οι Ιταλοί καταναλώνουν 26 δόσεις, οι Ισπανοί 18 και οι Δανοί μόλις 11 δόσεις!
Παραδείγματος χάρη στην Ελλάδα η κατανάλωση αντιβιοτικών όπως είναι οι κεφαλοσπορίνες είναι 70 φορές μεγαλύτερη από ό,τι στη Δανία και η κατανάλωση μακρολιδών αντίστοιχα 10 φορές μεγαλύτερη.
Το αποτέλεσμα είναι οι ειδικοί να εκπέμπουν SΟS, αφού βλέπουν μέρα με τη μέρα τη φαρέτρα των όπλων τους να αδειάζει. «Η υπερκατανάλωση αντιβιοτικών μάς έχει οδηγήσει μοιραία στη δημιουργία ανθεκτικών μικροβίων. Και το χειρότερο είναι ότι όταν αναπτύσσουν αντοχή σε ένα πρόσφατο, ευρέος φάσματος αντιβιοτικό- σε ουσίες δηλαδή που είναι δραστικές απέναντι σε πολλά μικρόβια- αυτό συνεπάγεται ότι «καίγονται» και όλα τα παλαιότερα στενότερου φάσματος αντιβιοτικά. Δηλαδή με μία λανθασμένη επιλογή αντιβιοτικού μπορεί να καούν 100 αντιβιοτικά μαζί», λέει η κ. Γιαμαρέλλου.
«Λερναία Ύδρα»
Και αυτό συμβαίνει γιατί, σύμφωνα με τους ειδικούς, ισχύει ο εξής κανόνας: ένα στα δέκα εκατομμύρια μικρόβια παρουσιάζει «εκ γενετής» ανθεκτικότητα στο εκάστοτε αντιβιοτικό. Όμως, αυτό όχι μόνο αντέχει στα αντιβιοτικά αλλά έχει την ιδιότητα να πολλαπλασιάζεται και να δημιουργεί μια κοινότητα μικροβίων που είναι ανθεκτική στη συγκεκριμένη ουσία. Συνεπώς, η αλόγιστη χρήση φαρμάκων καταλήγει να γεννά δυνατά και δύσκολα στις θεραπείες μικρόβια.
Οι επιστήμονες αναγκάστηκαν να ανατρέξουν σε παλιές συνταγές με την ελπίδα να λύσουν το υπάρχον πρόβλημα. Η κολιστίνη, ένα φάρμακο που πρωτοκυκλοφόρησε τη δεκαετία του ΄60, έδωσε λύση, οι ειδικοί ωστόσο τονίζουν πώς και αυτή είναι προσωρινή εάν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. «Πριν από περίπου πέντε χρόνια ανακαλύψαμε εκ νέου την κολιστίνη σε ασθενή με πολυανθεκτικά μικρόβια ευαίσθητα μόνο στην κολιστίνη. Στη χώρα μας τη χρησιμοποιούσαμε στα νοσοκομεία το 1970 και θυμήθηκα πως ήταν ιδιαίτερα δραστική σε δύσκολα μικρόβια, όπως η ψευδομονάδα. Έτσι η παλιά αυτή ουσία μπήκε και πάλι στη πρώτη θεραπευτική γραμμή», σημειώνει η κ. Γιαμαρέλλου.
Παρ΄ όλα αυτά, το φάρμακο αυτό είναι στην ουσία άγνωστο, όπως εξηγούν οι ειδικοί, αφού η συμπεριφορά της κολιστίνης στον ανθρώπινο οργανισμό δεν έχει εξεταστεί με σύγχρονες μεθόδους και επομένως οι σωστές δοσολογίες αποτελούν… μυστήριο.
Η συνεργασία του νοσοκομείου «Αττικόν» (με υπεύθυνη την κ. Γιαμαρέλλου και την ομάδα της) με Σουηδούς επιστήμονες στην Ουψάλα (με υπεύθυνο τον κ. Καρς) οδήγησε σε μία μεγάλη μελέτη κατά την οποία καθορίστηκαν οι σωστές δοσολογίες για τη θεραπεία των ασθενών. Τα αποτελέσματα έχουν ήδη σταλεί για δημοσίευση σε αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό και οι συνεργασθέντες επιστήμονες περιμένουν οι οδηγίες αυτές να γίνουν αποδεκτές σε Ευρώπη και Αμερική.
ΣΕ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ
Οι Έλληνες ασθενείς που απευθύνονται στα νοσοκομεία της Βόρειας Ευρώπης μπαίνουν σε καραντίνα για δύο ημέρες
Ανοχύρωτοι στις νοσοκομειακές λοιμώξεις
Η ΨΕΥΔΟΜΟΝΑΔΑ, το ασινετομπάκτερ, και πιο πρόσφατα το βακτήριο με το όνομα κλεμπσιέλα είναι οι τρεις πιο ισχυροί εχθροί των νοσοκομειακών ιατρών και ιδιαίτερα των εντατικολόγων. Και όπως οι επιστήμονες παραδέχονται, τα περισσότερα νοσοκομεία της Αττικής αλλά και όλα σχεδόν τα μεγάλα νοσοκομεία της περιφέρειας έχουν δεχτεί… επίθεση από τα παραπάνω βακτήρια.
Βρίσκονται παντού μέσα στο νοσοκομείο- στα κομοδίνα, στους τοίχους, στα κάγκελα των κρεβατιών, στις κουρτίνες, στις λεκάνες- με αποτέλεσμα να μεταφέρονται πολύ εύκολα στους ασθενείς κυρίως από τα χέρια του νοσοκομειακού προσωπικού. Το αποτέλεσμα είναι το 20-40% των ασθενών που νοσηλεύονται στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας να προσβάλλονται από λοιμώξεις. Ακόμη και οι ασθενείς που μένουν σε απλούς θαλάμους νοσηλείας κινδυνεύουν από τα συγκεκριμένα βακτήρια: υπολογίζεται πως περίπου ένας έως δύο στους δέκα ταλαιπωρούνται διπλά εξαιτίας κάποιας νοσοκομειακής λοίμωξης. Δυστυχώς, όμως, η κολιστίνη έπειτα από μία τετραετία εντατικής χρήσης αρχίζει σταδιακά να χάνει τη μάχη με την κλεμπσιέλα, αφού το τελευταίο διάστημα το συγκεκριμένο βακτήριο έχει αναπτύξει ανθεκτικότητα στο 30% των περιπτώσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που Έλληνες και ξένοι επιστήμονες αρχίζουν να φοβούνται πως φθάνει το τέλος της δράσης των αντιβιοτικών.
Οικονομικά εμπόδια
Τα καλά νέα είναι πώς οι ειδικοί έχουν τη δυνατότητα να «παντρέψουν» ουσίες και να συνθέσουν νέα αντιβιοτικά, όμως οι φαρμακοβιομηχανίες αρνούνται πεισματικά να επενδύσουν σε αυτό τον τομέα. «Η παραγωγή τους όλο και μειώνεται και η αιτία είναι οικονομικής φύσεως. Οι επενδύσεις των φαρμακοβιομηχανιών σε νέα φάρμακα αφορούν κυρίως χρόνιες παθήσεις, αφού το έδαφος είναι προσοδοφόρο. Αντιθέτως η θεραπεία με αντιβιοτικά είναι βραχυχρόνια και στο τέλος υπάρχει ο φόβος ότι τα μικρόβια θα αναπτύξουν αντοχήσυνεπώς θα αχρηστευτεί και το νέο αντιβιοτικό», υπογραμμίζει ο δρ Καρς.
Έχει υπολογιστεί ότι από τη στιγμή που μια φαρμακοβιομηχανία θα καταπιαστεί με τη μελέτη ενός νέου αντιβιοτικού, έως ότου το λανσάρει στην αγορά μεσολαβούν κατά μέσο όρο 15 χρόνια ενώ το κόστος αγγίζει τα 4,5 δισ. δολάρια! Όσο για τις πιθανότητες να εμφανίσει τοξικότητα, είναι μεγάλες.
Ο χρόνος ωστόσο μετράει αντίστροφα καθώς, όπως διαπιστώνει ο δρ Καρς, «ήδη βλέπουμε ότι υπάρχουν βακτήρια για τα οποία δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον θεραπεία».
Αυτή τη στιγμή, στο ΕCDC, ομάδα ειδικών επιστημόνων, μη έχοντας άλλη επιλογή, προσπαθεί να εντοπίσει ουσίες δραστικές που έχουν δημιουργηθεί από μικρές εταιρείες με στόχο να πείσει τις πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες να τις αγοράσουν και να τις προωθήσουν.
Εγκληματική η λήψη χωρίς συνταγή γιατρού
Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ αντισηπτικών κάθε φορά που το προσωπικό έρχεται σε επαφή με ασθενείς και η αλλαγή γαντιών, είναι η πρώτη συμβουλή που δίνουν οι ειδικοί. Και αυτό, γιατί τα χέρια είναι το «όχημα» μέσω του οποίου εξαπλώνονται τα μικρόβια και μολύνονται οι ΜΕΘ.
Το πιο σημαντικό όμως είναι να σταματήσει η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών. «Οι νοσοκομειακοί γιατροί συχνά, υπό το άγχος μια πιθανής λοίμωξης, χορηγούν ευρέος φάσματος αντιβιοτικά. Αντίθετα, πρέπει να γίνονται καλλιέργειες στο νοσοκομείο ώστε να εντοπίζεται σε κάθε περίπτωση το βακτήριο που ευθύνεται για τη λοίμωξη και συνεπώς να γίνεται ανάλογη χρήση αντιβιοτικών», επισημαίνει η κ. Γιαμαρέλλου, ενώ σπεύδει να προσθέσει ότι εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα «δεν ξέρω τι μας περιμένει».
Πάντως, όπως τονίζουν οι πολίτες, έχουν και αυτοί ευθύνη: άλλoτε αγοράζουν μόνοι τους αντιβιοτικά ή χρησιμοποιούν, χωρίς να ζητήσουν ιατρική συμβουλή, αυτά που έχουν φυλάξει στο σπίτι τους από προηγούμενη χρήση! Σύμφωνα με μελέτη που έγινε στο νοσοκομείο «Αττικόν», τα Ελληνόπουλα παίρνουν αντιβιοτικά με τη… σέσουλα. Ειδικότερα, οι ερευνητές μελέτησαν 900 παιδιά της Νοτιοδυτικής Αττικής, αφού πρωτίστως είχαν δώσει οδηγίες στους παιδιάτρους: στους μισούς παραχωρήθηκε ένα ειδικό τεστ, το οποίο εντοπίζει τον στρεπτόκοκκο μέσα σε μόλις δέκα λεπτά, ενώ οι άλλοι μισοί συνέχιζαν να κάνουν ό,τι συνήθιζαν. Το αποτέλεσμα; Τα παιδιά που έκαναν το τεστ πήραν αντιβιοτικά μόνον σε ποσοστό 28%, ενώ στην άλλη περίπτωση το αντίστοιχο ποσοστό άγγιξε το 78%. Δηλαδή στο 50% των παιδιών είχαν χορηγηθεί άχρηστα αντιβιοτικά για ιώσεις.
Έτσι άλλωστε εξηγείται το γεγονός πώς ο στρεπτόκοκκος έχει αναπτύξει αντοχή έως και 35% σε μία μεγάλη γκάμα αντιβιοτικών που χορηγούνται από το στόμα όταν υπάρχει πύον στον λαιμό, ενώ ο πνευμονιόκοκκος έχει αντοχή σε ποσοστό περίπου 60%. Το αποτέλεσμα είναι να προδικάζεται θεραπευτική αποτυχία περίπου στο 50% των ασθενών.
Μάρθα Καϊτανίδη, Εύη Σαλτού, “Τα Νέα”, 12 Ιανουαρίου 2009