Μια νέα ευκαιρία για μια άλλη ανάπτυξη στα ελληνικά βουνά εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία καταγράφεται μια μικρή, αλλά εμφανής πια τάση επιστροφής στα ορεινά. Η τάση ολοκληρωτικής εγκατάλειψης των ορεινών οικισμών έχει ανακοπεί, οι πληθυσμοί σε ορεινές πόλεις εμφανίζουν σημάδια ανάκαμψης, ενώ φυτρώνουν και τα πρώτα βλαστάρια μιας νέας παρουσίας σε ορεινά χωριά. «Ηδη τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια αύξηση 4% των πληθυσμών στους ορεινούς όγκους. Εκτιμάμε ότι η επιστροφή στα βουνά θα αποτυπωθεί με πιο καθαρό τρόπο στην απογραφή του 2011», λέει ο κ. Δημήτρης Καλιαμπάκος, καθηγητής του Μετσοβίου Πολυτεχνείου και συντονιστής του Διεπιστημονικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών».
Οσοι εξορμήσαμε τις μέρες των γιορτών στα ορεινά συναντήσαμε αυτό τον κόσμο, που πήρε τη μεγάλη απόφαση και… πήρε τα βουνά. Πρόκειται για δύο κατηγορίες. Καταρχήν, είναι οι λεγόμενοι εσωτερικοί «πρόσφυγες ποιότητας ζωής», δηλαδή πολίτες που αν και είχαν μια ικανοποιητική δουλειά στις μεγάλες πόλεις, απαυδισμένοι από την εντατικοποίηση, την κενότητα και την πολλαπλή ρύπανση των μεγαλουπόλεων αναζητούν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, μια άμεση επαφή με τη φύση. Η δεύτερη μεγάλη δεξαμενή, η οποία θα αυξάνεται τα επόμενα χρόνια, είναι οι νεόπτωχοι των πόλεων, μακροχρόνια άνεργοι ή εργαζόμενοι με πενιχρές αποδοχές, που δεν βλέπουν διέξοδο και αναζητούν ένα νέο ξεκίνημα στα χωριά τους.
Τα ελληνικά βουνά έχουν δυνατότητες να υποδεχθούν αυτές τις αναζητήσεις. Καταρχήν οι ορεινοί όγκοι στη χώρα μας είναι πολύ εκτεταμένοι. Η Ελλάδα αποτελεί τη δεύτερη πιο ορεινή χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με το 70% του εδάφους της να είναι ορεινό και ένα μεγάλο μέρος των οικισμών της να είναι κτισμένοι στα βουνά. «Για 500 τουλάχιστον χρόνια η Ελλάδα ήταν τα βουνά. Η ορεινή Ελλάδα, καρδιά και καταφύγιο του ελληνισμού τους τελευταίους πέντε αιώνες, υπέστη τέσσερα δραματικά πλήγματα στο τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα. Αρχικά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που θέατρό του ήταν τα βουνά της Βόρειας Ελλάδας και ειδικότερα της Ηπείρου, στη συνέχεια ο Εμφύλιος και μετά τα δύο συνεχόμενα “τσουνάμι”, της μετανάστευσης το ’60, και της αστυφιλίας το ’70, στράγγιξαν τη ζωή από τις ορεινές περιοχές, έκαναν την ορεινή Ελλάδα παρία των οικονομικών, τεχνολογικών και πολιτιστικών εξελίξεων», σημειώνει ο κ. Καλιαμπάκος.
«Κιβωτός»… αστυφιλίας
Ο κατακλυσμός της αστυφιλίας, πέρα από τα προβλήματα που προκάλεσε, διαμόρφωσε και μια «κιβωτό», όπου διασώθηκε με λίγα σχετικά τραύματα ο πλούτος (οικιστικός και φυσικός) της ορεινής Ελλάδας, μαζί με ορισμένα στοιχεία του πολύτιμου πολιτισμού της. Το βλέπει κανείς παραστατικά στη διαφορά που έχουν τα κατεστραμμένα καμποχώρια, από τις αετοφωλιές. «Η ορεινή Ελλάδα κρατήθηκε σχετικά μακριά από μια μονοδιάστατη ανάπτυξη, η οποία “φτηναίνει” όλες τις αξίες και καταστρέφει αλόγιστα και ασυλλόγιστα το περιβάλλον, υποτάσσοντάς τα στην υπέρτατη αρχή της κερδοφορίας», τονίζει ο κ. Καλιαμπάκος. Είναι σαν η ζωή στα ορεινά να «πάγωσε», να μπήκε στην κατάψυξη, μόνο και μόνο όμως για να διατηρηθούν η αρχιτεκτονική, το τοπίο και το φυσικό περιβάλλον σχετικά ανέγγιχτα.
Αυτή είναι και η μεγάλη δύναμη των ελληνικών βουνών. Κι εδώ είναι το κρίσιμο στοίχημα: Θα αξιοποιηθεί για μια ισόρροπη ανάπτυξη με κέντρο τις ανθρώπινες ανάγκες ή θα ξοδευτεί σε μια στρεβλή «ανάπτυξη», υποταγμένη στο άμεσο κέρδος, που θα εξαντλήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ορεινών περιοχών; Γιατί βεβαίως εάν καταστραφεί, για παράδειγμα, η μοναδικότητα των ορεινών οικισμών, θα χαθεί για πάντα.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα προς τα ελληνικά βουνά, που είναι ελπίδα και απειλή. «Το ζήτημα είναι να μη γεμίσουμε παντού Αράχωβες», τονίζει ο κ. Καλιαμπάκος. Υπάρχουν δυνατότητες για μια τουριστική ανάπτυξη διαφορετικού τύπου. Πολύς κόσμος που ανεβαίνει στα βουνά δεν θέλει να μεταφέρει την πόλη μαζί του, αλλά να περπατήσει στα μονοπάτια, να γνωρίσει τις ομορφιές τους, να πάρει μια βαθιά ανάσα από το οξυγόνο της «άγριας φύσης».
Σημαντικοί τομείς ανάπτυξης
Μια νέαάνθιση των βουνών δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στον τουρισμό. Η βιολογική γεωργία, η κτηνοτροφία, η ενέργεια, η αξιοποίηση του δασικού πλούτου, η μικρή βιοτεχνία και το εμπόριο είναι τομείς που μπορούν να αναπτυχθούν. Ερευνα του μεταπτυχιακού του ΕΜΠ στα Τζουμέρκα μεταξύ 11 πολιτών, που ανέβηκαν στα κακοτράχαλα βουνά για ένα δεύτερο ξεκίνημα, κατέγραψε ότι απασχολούνται σε ξενώνες, στο ορειβατικό καταφύγιο και στο δασικό χωριό, αλλά και σε ένα μικρό υδροηλεκτρικό έργο, σε εργαστήριο λαϊκής τέχνης και σε μονάδα παραδοσιακών προϊόντων.
«Τα βουνά προσφέρονται για μια ισόρροπη ανάπτυξη όλων των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, χωρίς μεγάλες συγκεντρώσεις που επιβαρύνουν το τοπίο», λέει στην «Κ» ο κ. Νίκος Κατσουλάκος, μηχανολόγος και υποψήφιος διδάκτορας στην ανάπτυξη των βουνών. «Στα ορεινά απαιτείται πολύ μεγάλη κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση. Στο Μέτσοβο δαπανούνται 2,5 εκατ. ευρώ τον χρόνο γι’ αυτό τον σκοπό. Αξιοποιώντας τη δασική βιομάζα, τα κτηνοτροφικά απόβλητα, μικρά φράγματα και μικρό αριθμό ανεμογεννητριών μελετούμε ακόμα και την ενεργειακή αυτονομία της περιοχής», συμπληρώνει ο κ. Κατσουλάκος.
Η αρχιτέκτονας κ. Στέλλα Γιαννακοπούλου, επίσης υποψήφια διδάκτορας, υπογραμμίζει την αξία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Μάλιστα, σε ερωτηματολόγιο μεταξύ επισκεπτών και κατοίκων του Μετσόβου υπήρχε θετική ανταπόκριση στην καταβολή ενός ποσού υπέρ της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. «Οι επισκέπτες, αλλά και πολλοί ντόπιοι ενοχλούνται από φαινόμενα αλλοίωσης της παραδοσιακής εικόνας, όπως για παράδειγμα η κυκλοφορία αυτοκινήτων και λεωφορείων», σημειώνει η κ. Γιαννακοπούλου.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δυστυχώς οι κυβερνήσεις δεν έχουν σχέδιο για τα βουνά, όπως στην Καταλωνία. «Δεν υπάρχει χωροταξικό για την ανάπτυξη των βουνών, ούτε σχέδιο ενισχύσεων. Για να μείνει όμως ο κόσμος στα βουνά πρέπει να υπάρχουν υποδομές, πρώτα απ’ όλα υγείας και εκπαίδευσης. Απεναντίας, τώρα προωθούνται περικοπές», τονίζει ο κ. Καλιαμπάκος.