(Με αφορμή το βιβλίο του P. Burkett “Marx and Nature”)
Ένα από τα σημαντικότερα σημεία στα οποία ασκούν οι οικολόγοι κριτική προς τη μαρξιστική αριστερά είναι και το θέμα του «παραγωγισμού» ή όπως αλλιώς αναφέρεται στην Ελλάδα μιας άκριτης «λατρείας της ανάπτυξης» και της παραγωγής για την παραγωγή. Ο Γάλλος ευρωβουλευτής των Πράσινων, Αλαίν Λιπιέτζ, ο οποίος έχει και μια μακρά μαρξιστική πορεία, θεωρεί ότι «η οικολογία αντιτίθεται στο εργατικό κίνημα (και στον Μαρξισμό ιδιαίτερα), στο κεντρικό σημείο της “ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων”»1. Αλλού2, σημειώνει ότι θεωρεί τη διατύπωση «η εκμεταλλευτική και αλλοτριωτική ανάπτυξη των σχέσεων και των δυνάμεων της παραγωγής στον καπιταλισμό παραδόξως δημιουργεί το δυναμικό για πιο ικανοποιητικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων όντων και των φυσικών συνθηκών τους» ως τον τυπικό τελεολογικό παραγωγισμό που συνιστά τον κοινό πυρήνα του Μαρξ και του Στάλιν.
Ο Λιπιέτζ συμφωνεί με τον Ted Benton, ο οποίος έδειξε ότι ο Μαρξ βλέπει την ιστορία ως μια προοδευτική «τεχνητοποίηση» (artificialization) του κόσμου, που απελευθερώνει την ανθρωπότητα από εξωτερικούς περιορισμούς που επιβάλλονται από την μη τελειοποιημένη ακόμη κυριαρχία της επί της φύσης. Αυτό τον οδηγεί – και μαζί και τους Μαρξιστές – στο να τείνει να υποτιμήσει τον χαρακτήρα αυτών των εξωτερικών περιορισμών που στην ουσία τους είναι οικολογικοί περιορισμοί.
Σε παρόμοιους τόνους, ο Μ. Μπούκτσιν3 θεωρεί ότι ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τη σχέση ανθρώπου – φύσης ως ανταγωνιστική και όχι ως συνεργατική. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει: «η φύση, σύμφωνα με την ατυχή έκφραση του Μαρξ, είναι ένα “βασίλειο της αναγκαιότητας” που αντιτάσσεται ακατάπαυστα στις ένθερμες προσπάθειες του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση και ελευθερία. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με μια εχθρική “ετερότητα” που επενεργεί επάνω του με πιεστικό εξαναγκασμό, εναντίον του οποίου πρέπει να αντιτάξει τις δικές του δυνάμεις μόχθου και πανουργίας. Η ιστορία παίρνει τη μορφή ενός προμηθεϊκού δράματος όπου ο άνθρωπος αψηφά ηρωϊκά έναν βάναυσα εχθρικό φυσικό κόσμο και αυτοεπιβεβαιώνεται πεισματικά εναντίον του». Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «Όλες οι ταξικές θεωρίες της κοινωνικής ανάπτυξης είναι ριζωμένες επί δύο σχεδόν αιώνες στην πεποίθηση ότι η “εξουσίαση της φύσης από τον άνθρωπο” απορρέει από την ανάγκη να “κυριαρχηθεί η φύση” ως προϋπόθεση για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Αυτή η αντίληψη της ιστορίας, που ήταν ήδη εμφανής στα πολιτικά γραπτά του Αριστοτέλη, επρόκειτο να αποκτήσει στα χέρια του Μαρξ την περιωπή μιας “σοσιαλιστικής επιστήμης” και προσφέρει μια ύπουλη δικαιολόγηση της ιεραρχίας και της κυριαρχίας εν ονόματι της ισότητας και της απελευθέρωσης. Σε τελική ανάλυση, ο πραγματικός αντίπαλος στη δοξογραφία της σοσιαλιστικής θεωρίας δεν είναι ο καπιταλισμός αλλά η φύση».
Ο Λιπιέτζ αναφέρει μια άλλη φράση του Μαρξ: «Η εργασία δεν είναι παρά ο πατέρας του πλούτου – η φύση είναι η μητέρα» και λέει πως για τον Μαρξ η Μητέρα – Φύση λαμβάνονταν υπόψη μόνο για να υποταχτεί στις παραγωγιστικές διαταγές του Πατέρα – Εργασία, σε συμφωνία με μια παράδοση που πάει πίσω τουλάχιστον έως τον Αριστοτέλη: «η ύλη υπόκειται στη μορφή όπως η γυναίκα στον άντρα». Η εκ των προτέρων έμφαση του Μαρξ στις θετικές όψεις των μετασχηματιστικών
δραστηριοτήτων του ανθρώπου και ο περιορισμός της κριτικής του στην καθεστηκυία τάξη μόνο στις παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων (χωρίς να συνεχίζει σε μια κριτική του περιεχομένου αυτής της παραγωγής), άνοιξε το δρόμο για τη ρήξη μεταξύ του Μαρξισμού και της ηθικής, του Μαρξισμού και της δημοκρατικής πολιτικής, του Μαρξισμού και της οικολογίας.
Αυτή η κριτική του Μαρξισμού για το γεγονός ότι δεν λαμβάνει υπόψη του τους οικολογικούς περιορισμούς, έχει οδηγήσει ορισμένους να προτείνουν τον επαναπροσδιορισμό της σπάνης στο μαρξιστικό πλαίσιο ώστε αυτό να οδηγηθεί σε συμφιλίωση με την οικολογία4. Ωστόσο, ορισμένα σχετικά πρόσφατα έργα οικο-μαρξιστών μελετητών, αναδεικνύουν ορισμένες παραγνωρισμένες πτυχές του έργου του Μαρξ, θέλοντας να δείξουν ότι σε τελική ανάλυση καθόλου δεν είχε υποβαθμιστεί η εκμετάλλευση της φύσης στη μαρξιστική ανάλυση. Αναφερόμαστε ουσιαστικά στο βιβλίο του John Bellamy Foster5 και κυρίως στο βιβλίο του Paul Burkett6, βασικού συνεργάτη στο αμερικανικό περιοδικό “Capitalism, Nature, Socialism”. Στο βιβλίο του Burkett αμφισβητείται η ρετσινιά του «Προμηθεϊσμού» που έχει κολλήσει στο έργο του Μαρξ, λέγοντας ότι αυτός ποτέ δεν αρνήθηκε ότι η κοινωνία αναπτύσσεται σε εξάρτηση με το φυσικό της περιβάλλον και τους περιορισμούς που αυτό θέτει. Αντίθετα, κατηγορεί τον καπιταλισμό για το γεγονός ότι δεν αποδίδει αξία στη φύση και για το ότι με αυτή τη δικαιολογία καταχράται τους φυσικούς πόρους ως δήθεν «δώρα της φύσης». Η καπιταλιστική χρηματική αξία που αποδίδεται στους φυσικούς πόρους αντανακλά απλά την ανταλλακτική τους αξία και όχι την αξία χρήσης. Η απόδοση μιας «κοινωνικής» και όχι απλά «χρηματικής» αξίας στη φύση είναι και η αριστερή απάντηση που βρίσκει ο Burkett στο έργο του Μαρξ για να αντιταχθεί στη σύγχρονη τάση του νεοφιλελευθερισμού7 να αποτιμήσει σε δολάρια κάθε δάσος, λίμνη και ποτάμι (κάτι που σε τελική ανάλυση απομακρύνει και τους τελευταίους ενδοιασμούς από τους κεφαλαιοκράτες στο να εκμεταλλευτούν μέχρι τελικής καταστροφής αυτούς τους πόρους, εάν θεωρήσουν αυτό συμφερότερο, σε οικονομικούς όρους).
Ο Burkett δέχεται την κριτική ενάντια στο Μαρξ που αφορά το «βιομηχανισμό» του, ένα όραμα που θέλει τους βιομηχανικούς εργάτες ως το μοχλό της κοινωνικής αλλαγής. Ωστόσο, βρίσκει στο έργο του τα θετικά εκείνα στοιχεία που μπορούν να αντιπαρατεθούν σε έναν μονόπλευρο βιομηχανισμό. Ιδιαίτερα επισημαίνει την επιμονή του Μαρξ στο ότι οι εργάτες δεν πρέπει να πέσουν στην παγίδα του να αγωνίζονται μόνο για τα στενά οικονομικά τους συμφέροντα, κάτι που μπορεί να τους οδηγήσει σε ανταγωνισμό με άλλους εργάτες και με όσους δεν έχουν δουλειά (κάτι εξαιρετικά επίκαιρο στις σημερινές συνθήκες της Ελλάδας, με τη συμφωνία για την εθελούσια έξοδο στον ΟΤΕ). «Πρέπει να μάθουν να δρουν ως κέντρα οργάνωσης της εργατικής τάξης για το ευρύτερο συμφέρον της συνολικής της απελευθέρωσης. Πρέπει να βοηθούν κάθε κοινωνικό και πολιτικό κίνημα προς αυτή την κατεύθυνση». Οι λαϊκοί αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο περιλαμβάνουν με αυξανόμενους ρυθμούς αγώνες για μη-εμπορευματοποιημένες ή μερικώς εμπορευματοποιημένες κοινωνικές συνθήκες παραγωγής, όπως η εκπαίδευση, οι συγκοινωνίες, τα μέσα επικοινωνίας, η φροντίδα υγείας, οι υγιεινές συνθήκες και βέβαια η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος.
Τέλος, όσον αφορά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού (ως σαφώς διακριτή από την επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό), ο Μαρξ, κατά τον Burkett, πάντα υπογράμμιζε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους και την ανάγκη για μια ορθολογική ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων με τη φύση, σε συμφωνία τόσο με τις ανάγκες της ανθρώπινης ελευθερίας και κοινότητας όσο και με τις αρχές της αειφορίας (sustainability)8. Η διαφορά βέβαια, έγκειται στην αποδοχή της αειφορίας σε ένα
καθαρά ιστορικό και συγκυριακό πλαίσιο και όχι σε ένα «αιώνιο» και αμετάβλητο πλαίσιο σαν αυτό που υιοθετεί ας πούμε η Λέσχη της Ρώμης. Τα περιβαλλοντικά όρια ποτέ δεν μπορούν να είναι αμετάβλητα – αντίθετα, αυτά είναι άκρως δυναμικά και μεταβαλλόμενα, αλλά και εξαρτώμενα από κοινωνικές παραμέτρους (όπως π.χ. οι νέες τεχνολογικές επινοήσεις).
Ο Burkett βέβαια, δεν αρνείται μια αυτοκριτική στάση ως προς το τι πήγε τελικά στραβά και η αριστερά αγνόησε με τόσο καταστροφικές συνέπειες τις περιβαλλοντικές παραμέτρους, αλλά και τους ίδιους τους θεωρητικούς της ταγούς. Η κριτική στρέφεται προς την τροπή που πήρε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο Burkett είναι ξεκάθαρος όταν αναφέρεται σε «δημοκρατικές μορφές αυτοδιεύθυνσης των παραγωγών». Σύμφωνα με τα λόγια του «ακόμη και όσοι κριτικάρουν το Μαρξ πρέπει να παραδεχτούν ότι το όραμά του για ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων βασισμένη σε συνεργατικά σχεδιασμένη και διευθυνόμενη παραγωγή διαφέρει πολύ από τους πειθαρχημένους, κρατιστικούς “σοσιαλισμούς” της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. και των δορυφόρων της».
Αυτή η ενδιαφέρουσα «οικολογική» αναβάπτιση στο έργο του Μαρξ είναι βέβαιο ότι μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην προσέγγιση των δύο πολιτικών χώρων της οικολογίας και της αριστεράς (χαρακτηριστική είναι και η θετική βιβλιοκριτική προς το βιβλίο του Burkett που παρουσιάστηκε στο Synthesis/Regeneration, το έντυπο των Πράσινων των ΗΠΑ9). Ωστόσο, η ανηλεής ανατομία του μαρξιστικού έργου θα πρέπει να συνεχιστεί ώστε να βεβαιωθούμε αν έφερε ή όχι σπέρματα που αργότερα θα δώσουν «άνθη του κακού» στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Αναφορές
1. Lipietz A. 2000. Political Ecology and the Future of Marxism. Capitalism, Nature, Socialism, March 2000, vol. 11, no. 1 (issue 41): 69-86. http://lipietz.club.fr/MET/MET_MarxismCNS.htm
2. Lipietz A. 2000. From Marx to Ecology and Return? A Brief Reply. Capitalism, Nature, Socialism, June 2000, vol. 11, no. 2 (issue 42): 102-110.
http://lipietz.club.fr/ECO/ECO_CNS42ReplyFutMarx.htm
3. Μπούκτσιν Μ. 1985. Η Ριζοσπαστικοποίηση της Φύσης. Εκδ. Ελ. Τύπος.
4. Carpenter G. 1996. Επαναπροσδιορίζοντας τη σπάνη: Ο Μαρξισμός και η Οικολογία σε συμφιλίωση. Δημοκρατία και Φύση, τ. 2: 133-156.
5. Foster J.B. 2000. Marx’s Ecology. Monthly Review Press, New York.
6. Burkett P. 1999. Marx and Nature. A Red and Green Perspective. St. Martin’s Press, New York.
7. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι συχνές αναφορές του Economist στο πως οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν να αποδειχθούν ο καλύτερος φίλος του περιβάλλοντος! Για ένα πρόσφατο δείγμα: The Economist, April 23rd-29th 2005, Rescuing environmentalism.
8. Foster J.B. 2000. Marx’s Ecological Value Analysis (a review of P. Burkett’s Marx and Nature). Monthly Review, vol. 52, No. 4. http://www.monthlyreview.org/900jbf.htm
9. Smith T. 2000. Review: James Bellamy Foster’s Marx’s Ecology, Paul Burkett’s Marx and Nature. Synthesis/Regeneration, 23 (Fall 2000). http://www.greens.org/s-r/23/23-14.html
Του οικο-θεωρητικού
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης «Εν Οίκω»,
φύλλο 62, Σεπτέμβριος 2005, σελ. 13-14)